Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Το ξένο βλέμμα

-

[Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το τελευταίο, αυτοβιογραφικό βιβλίο της Χέρτα Μίλερ και θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος του Δέντρου νo 175-176]

Όταν ήμουν κοριτσάκι κυκλοφορού­σα στο χωριό μου, επί χρόνια, με ποδήλατο. Διέσχιζα φυτείες καπνών, οπωροκαλλιέργειες, δρόμους δίπλα στο ποτάμι και στο δάσος. Ταξίδευα μόνη μου, δίχως προορισμό. Ήθελα να βλέπω μια διαφορετική εικόνα γύρω μου από εκείνη του περιπατητή, το έδαφος να κυλάει κάτω από τις ρόδες, το τοπίο να ξετυλίγεται δίπλα. Όταν έγινα δεκαπέντε χρονών μετακόμισα στην πόλη. Μετά από πέντε χρόνια τη γνώριζα τόσο καλά ώστε και εκεί θα ήθελα να κυλούν οι δρόμοι και να τρέχει το τοπίο στο πλάι μου. Αφού το σκέφτηκα για λίγο, αγόρασα ένα ποδήλατο. Η όρεξή μου, όμως, δεν κράτησε πολύ. Αυτό που με έβαλε σε σκέψη ήταν μια φράση που ειπώθηκε χωρίς κανένα λόγο κατά τη διάρκεια ανάκρισής μου από τις μυστικές υπηρεσίες: «Συμβαίνουν και τροχαία ατυχήματα». Κυκλοφορούσα στην πόλη με ποδήλατο ήδη τέσσερις ημέρες. Την πέμπτη, ένα φορτηγό με χτύπησε και με τίναξε στον αέρα. Γλίτωσα με κάνα δυο εκδορές στο θώρακα. Δυο ημέρες αργότερα με φώναξαν για ανάκριση. Χωρίς κανένα λόγο ο αστυνομικός μού είπε: «Είδατε, συμβαίνουν πράγματι τροχαία ατυχήματα». Την επομένη χάρισα το ποδήλατο σε μια φίλη. Δεν της αποκάλυψα την αιτία αυτού του δώρου, απλώς της είπα: «Δεν το θέλω άλλο». Την άλλη μέρα πήγα να κουρευτώ. Μόλις κάθισα μπροστά στον καθρέφτη, η κομμώτρια με ρώτησε αν είχα έρθει με το ποδήλατο. Δεν της είχα πει ποτέ ότι είχα ποδήλατο. «Θα κάνουμε πιο φωτεινή την απόχρωση των μαλλιών;», με ρώτησε. «Μόλις παρέλαβα βαφή από τη Γαλλία». «Γιατί όχι;», συμφώνησα. Τουλάχιστον να έχω ξανθά μαλλιά, σκέφτηκα, εφόσον δεν μπορώ να έχω ποδήλατο. Ανακάτεψε μια λευκή σκόνη με νερό και μου την άλειψε στο κεφάλι, που με έκαψε σαν αναμμένο δαδί. Διαμαρτυρήθηκα. «Μην ανησυχείτε, αυτά έχει το οξυζενάρισμα». Την επομένη το δέρμα του κεφαλιού μου ήταν πληγή. Σε ένα εκπληκτικά μικρό διάστημα δημιουργήθηκε μια κρούστα όμοια με καρυδότσουφλο, η οποία έμεινε δύο βδομάδες. Στη συνέχεια, όταν χτενιζόμουν, έπεφταν από το δέρμα μου ψίχουλα σαν εκείνα του ψωμιού, που έχει μόλις βγει από το φούρνο. Όταν άρχισε το δερματικό να φεύγει και δεν φαινόταν πια κάτω από τα μαλλιά, ακολούθησε νέα ανάκριση. Ο αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών, χωρίς κανένα λόγο, μου είπε: «Το να είσαι ξανθιά έχει συνέπειες, ε;». Είπε κάτι που δεν θα ’πρεπε να γνωρίζει, όπως η κομμώτρια, όταν με είχε ρωτήσει για το ποδήλατο. [...]

Σ’ αυτή την καθημερινή ζωή μεγαλούργησε το ξένο βλέμμα. Σιγά-σιγά, σιωπηλά, ανελέητα μέσα στους δρόμους, μέσα από τους τοίχους, προς τα οικεία αντικείμενα. Βαριές σκιές τριγυρνούσαν γεμίζοντας το χώρο. Και τις ακολουθούσες με ένα αισθητήριο που σε έκαιγε εσωτερικά μέσα από συνεχείς εκρήξεις. Η τετριμμένη λέξη καταδίωξη έχει πάνω-κάτω αυτόν το χαρακτήρα. Να γιατί δεν μπορώ να αγνοήσω αυτή την έννοια του ξένου βλέμματος, για την οποία με κατηγορούν στη Γερμανία. Το ξένο βλέμμα είναι μια παλιά υπόθεση, που την κουβάλησα μαζί μου, ήδη έτοιμη από την πραγματικότητα που γνώριζα. Δεν έχει καμία σχέση με τον ξενιτεμό μου στη Γερμανία. Για μένα το ξένο δεν είναι το αντίθετο του γνώριμου, είναι το αντίθετο του οικείου. Το άγνωστο δεν πρέπει να μας είναι αναγκαστικά ξένο, μπορεί να είναι γνωστό.

Η εμπειρία ζωής γύρω από τη σκέψη και την κρίση με δίδαξε ότι τα πράγματα δεν μπορούν να χωριστούν με βάση τις σκιές που δημιουργούν. Δεν μπορούμε να θεωρούμε τα πάντα ως απλά περιστατικά, ξεχνώντας τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Όμως αυτό ακριβώς μου απαγόρευαν στον τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας. Για μένα είναι αρκετά πρόσφατη πολυτέλεια το να χρησιμοποιώ το πνεύμα μου για να κρίνω μεγάλες χρονικές περιόδους. Μου το επέτρεψε η πτώση της δικτατορίας. Όσον καιρό αυτή βρισκόταν στην εξουσία ζούσα με θανάσιμες απειλές, ακόμα και στα τρία τελευταία χρόνια της, όταν βρισκόμουν στη Γερμανία. Επί χρόνια σκεπτόμουν, κυρίως, το σήμερα. Από το ένα σήμερα σε ένα άλλο σήμερα, είναι αλήθεια, εφόσον η μία μέρα πήγαινε από το ένα σήμερα στο άλλο. Πάντοτε όμως περιορισμένη σε εκείνη την ημέρα, όχι παραπέρα. Ήταν μια σχολή συμπεριφοράς, κάθε μέρα έπρεπε να εξακολουθώ να μαθαίνω πώς πάνε μπροστά, παρ’ όλο που συνειδητοποιούσα την απόλυτη αδυναμία μου να συνεχίσω. Αυτό που ήταν σημαντικό παρέμενε αόρατο. Ενώ ήταν εμφανή τα ίχνη που άφηνε, όπως η απροκάλυπτη γυμνότητα της χρυσαλλίδας που ιριδίζει συνεχώς.

Η σκέψη, η συζήτηση, το γράψιμο παραμένουν ανάπηρες φυγές, δεν θα συλλάβουν ποτέ τι συνέβη, ούτε κατά προσέγγιση. Είναι αδύνατο να θυμηθώ με ακρίβεια πώς βίωνα μια ορισμένη κατάσταση, όσο κι αν είναι ακριβείς οι λεπτομέρειες που έχω απομνημονεύσει. Η λύση θα ήταν να ρίξω μια ματιά σε μισή σελίδα ή σε ένα τέταρτο σελίδας, αλλά και αυτές οι αράδες, κάθε φορά που το επιχειρώ, είναι διαφορετικές. Με καθαρή σκέψη μπορούν, ίσως, τα πράγματα να πάρουν την αληθινά ιριδίζουσα μορφή τους. [...]

Από όλα αυτά μπορούμε και πρέπει να καταλήξουμε στο εξής: όσο περισσότερο μια χώρα δεν είναι ελεύθερη, τόσο περισσότερο είμαστε υπό παρακολούθηση από το Κράτος, όλο και περισσότερα δυσάρεστα πράγματα αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουμε. Όλο και πιο σπάνια είμαστε σε θέση να μη μας απασχολεί ο εαυτός μας. Η συνείδηση του εαυτού μας εμφανίζεται ανακλαστικά, μας παρακολουθούν, μας κρίνουν, άρα πρέπει κι εμείς να παρατηρούμε τον εαυτό μας. Η καταδίωξη δεν συμβαίνει μόνον όταν μας καλούν για ανάκριση. Συντελείται κρυφά μέσα σε ορισμένα πράγματα και σε ορισμένες ημέρες, που φαινομενικά είναι ασήμαντες. Γι’ αυτόν το λόγο χάνει κανείς τις καθημερινές του συνήθειες, όπου ζούμε αφηρημένα, ακροθιγώς, περιφέροντας τον εαυτό μας αλόγιστα και χωρίς ακριβή σκοπό. Η ανάγκη μιας συνεχούς περίσκεψης εκδιπλώνει την ημέρα σε ένα είδος χιλιοστομετρικού χαρτιού. Είναι αδύνατον να περάσει κάτι μπροστά μας χωρίς να αφήσει ίχνη ή να το κοιτάξουμε αφηρημένα. Η έκφραση «ρίχνω μια ματιά» [...] ισοδυναμεί για μένα με μια αφηρημένη αντίληψη που δεν μου ήταν επιτρεπτή. Έπρεπε να κοιτάζω με προσοχή, πράγμα που δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι βλέπω. Μόνο όταν δίνω συγχρόνως ένα νόημα σε ό,τι κοιτάζω σημαίνει ότι βλέπω.

[...] Αυτός που αισθάνεται απειλούμενος αναγκαστικά προσαρμόζει τον τρόπο ζωής του στην τακτική του παρατηρητή. Με την παρακολούθηση ο διώκτης υπακούει σε μια εντολή του Κράτους. Η κατοχή συγκεκριμένων δεδομένων είναι μέρος των υποχρεώσεων της υπηρεσίας του. Από την πλευρά του αυτός που υφίσταται την απειλή παρακολουθεί τον διώκτη για να προστατευθεί από αυτόν.

Ο διώκτης επιτίθεται, ο διωκόμενος αμύνεται. Ο διώκτης δεν χρειάζεται να είναι σωματικά παρών για να εφαρμόσει την απειλή του. Υπό μορφή σκιάς κρύβεται ούτως ή άλλως στα πράγματα· τη δυνατότητα να προκαλεί φόβο τη μετέφερε στο ποδήλατο, στη βαφή των μαλλιών, μεταμορφώνοντας σε απειλή αυτά τα άψυχα και συνηθισμένα αντικείμενα [...].


ΧΕΡΤΑ ΜΙΛΕΡ

Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

Ως γνωστόν τo βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας για το 2009 δόθηκε στη ρουμάνα συγγραφέα (ποιήτρια, μυθιστοριογράφο και δοκιμιογράφο) Χέρτα Μίλερ, ελάχιστα μεταφρασμένη στα ελληνικά. Η Μίλερ (γενν. 1953) είναι γερμανικής καταγωγής. Τα έργα της αποτυπώνουν, κυρίως, τη βία και την ανηθικότητα του καθεστώτος Τσαουσέσκου, του οποίου η ίδια υπήρξε θύμα: ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες, που την είχαν χαρακτηρίσει ως ψυχοπαθολογικό άτομο.