-
του Γκι ντε Μωπασάν
Υπήρχε πράγματι σ’ αυτήν την υπόθεση κάποιο μυστήριο, που ούτε οι ένορκοι, ούτε ο πρόεδρος, ούτε ο ίδιος ο εισαγγελέας κατάφερναν να ξεδιαλύνουν.
H κόρη των Πριντάν (Ροζαλί), υπηρέτρια στο σπίτι των Βαραμπό και σε ενδιαφέρουσα εν αγνοία των αφεντικών της, έφερε στον κόσμο μια νύχτα, στη σοφίτα της, ένα παιδί που στη συνέχεια σκότωσε και έθαψε στον κήπο.
Επρόκειτο για μια συνηθισμένη ιστορία παιδοκτονίας από υπηρέτρια. Ένα πράγμα όμως παρέμενε ανεξήγητο. Από την έρευνα που είχε διεξαχθεί στο δωμάτιο της υπηρέτριας ανακάλυψαν έναν πλήρη βρεφικό ρουχισμό που είχε ετοιμάσει η ίδια η Ροζαλί, περνώντας τις νύχτες της κόβοντας και ράβοντας επί τρεις ολόκληρους μήνες. Είχε έρθει επίσης να καταθέσει ο παντοπώλης, από τον οποίο είχε αγοράσει με το μισθό της το κερί που χρειαζόταν γι’ αυτή την πολύωρη εργασία. Επιπλέον, είχε αποδειχθεί ότι η μαμή της περιοχής, στην οποία η Ροζαλί είχε μιλήσει για την κατάστασή της, της είχε δώσει όλες τις πληροφορίες και τις πρακτικές συμβουλές, αν τυχόν συνέβαινε το γεγονός σε στιγμή που θα ήταν αδύνατο να της παράσχει βοήθεια. Συν τοις άλλοις, είχε ψάξει στο Πουασί να βρει δουλειά στη Ροζαλί η οποία προεξοφλούσε ότι θα την έδιωχναν, διότι οι Βαραμπό δεν αστειεύονταν σε θέματα ηθικής.
Και οι δύο σύζυγοι βρίσκονταν στην αίθουσα και παρακολουθούσαν τη δίκη, επαρχιώτες μικροεισοδηματίες, εξαγριωμένοι μ’ αυτό το παλιοθήλυκο που είχε μαγαρίσει το σπιτικό τους. Θα χαίρονταν ιδιαιτέρως αν την κρέμαγαν την ίδια κιόλας στιγμή, χωρίς καν να την δικάσουν, και τα μοχθηρά τους λόγια, που ηχούσαν στο στόμα τους σαν κατηγορίες, επιβάρυναν τη θέση της.
Η κατηγορούμενη, μια όμορφη μεγαλόσωμη κοπέλα από την κάτω Νορμανδία, αρκετά μορφωμένη για υπηρέτρια, έκλαιγε αδιάκοπα και δεν απαντούσε σε καμιά ερώτηση.
Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε διαπράξει αυτό το βάρβαρο έγκλημα σε μια στιγμή απελπισίας και παραφροσύνης, αφού όλα έδειχναν ότι αρχικά επιθυμούσε να κρατήσει το παιδί.
Ο πρόεδρος προσπάθησε για άλλη μια φορά να την κάνει να μιλήσει, να αποσπάσει την ομολογία της, και αφού επέμεινε με πολύ ήρεμο τρόπο τής έδωσε τελικά να καταλάβει πως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που είχαν κληθεί να τη δικάσουν δεν επιθυμούσαν το θάνατό της, ενδεχομένως μάλιστα να την λυπούνταν.
Τότε εκείνη αποφάσισε να λύσει τη σιωπή της.
Ο πρόεδρος τη ρώτησε: «Πείτε μας λοιπόν κατ’ αρχήν ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή αρνιόταν επίμονα να το αποκαλύψει.
Ξαφνικά όμως, κοιτάζοντας τα αφεντικά της που μόλις πριν από λίγο είχαν εκτοξεύσει εναντίον της τόσες κακοήθειες, είπε.
«Είναι ο κύριος Ζοζέφ, ο ανιψιός του κυρίου Βαραμπό».
Οι δύο σύζυγοι πετάχτηκαν όρθιοι και φώναξαν συγχρόνως: «Ψέματα. Λέει ψέματα. Πρόκειται για συκοφαντίες».
Ο πρόεδρος τους ανάγκασε να σωπάσουν και ξανάρχισε: «Συνεχίστε παρακαλώ και πείτε μας πώς συνέβησαν τα πράγματα».
Και τότε εκείνη ξέσπασε ξαφνικά σ’ ένα χείμαρρο λέξεων, ξαλαφρώνοντας τη φτωχή, μοναχική και ραγισμένη καρδιά της, αφήνοντας να ξεχυθεί ο καημός, όλος της ο καημός πια, μπροστά σ’ εκείνους τους αυστηρούς ανθρώπους που θεωρούσε μέχρι τότε εχθρούς και άτεγκτους κριτές.
«Ο κύριος Ζοζέφ Βαραμπό, μάλιστα· τότε που ήρθε πέρυσι με άδεια».
– Τι δουλειά κάνει ο κ. Ζοζέφ Βαραμπό;
– Υπαξιωματικός του πυροβολικού είναι κυρ πρόεδρε. Έμεινε που λέτε στο σπίτι δυο μήνες. Δυο μήνες το καλοκαίρι. Εμένα ούτε που πήγε εκεί το μυαλό μου, όταν ξαφνικά άρχισε να με κοιτάει με νόημα κι ύστερα να μου λέει γλυκόλογα και να με πασπατεύει απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ. Πιάστηκα κορόιδο κυρ πρόεδρε. Όλο μου ’λεγε τι όμορφη που ήμουνα και τι χαριτωμένη… και πόσο μ’ εύρισκε του γούστου του… Του λόγου μου, μ’ άρεσε βέβαια… Τι τα θέλετε; Με κάτι τέτοια ξεμυαλίζεται μια κοπέλα άμα είναι μονάχη, ολομόναχη σαν κι εμένα. Είμαι ολομόναχη στον κόσμο, κυρ πρόεδρε… δεν έχω άνθρωπο να μιλήσω… να πω τον πόνο μου… μήτε μάνα, μήτε πατέρα, μήτε αδερφό ή αδερφή, ψυχή! Όταν εκείνος άρχισε να μου δίνει σημασία, μου φάνηκε σαν να ξαναβρήκα έναν αδερφό. Ύστερα, ένα βράδυ, μου ζήτησε να κατέβω στην ακροποταμιά για να τα πούμε λέει με την ησυχία μας. Πήγα κι εγώ… Πού να ’ξερα… Πού να ’ξερα τι μου ’μελλε… Με βάσταγε απ’ τη μέση… Εγώ, μα το Θεό, δεν ήθελα… α πα πα… δεν μπόρεσα όμως … μου ’ρχόταν να βάλω τα κλάματα έτσι γλυκιά που ’ταν η βραδιά… είχε ένα ολόγιομο φεγγάρι… δεν μπόρεσα… όχι… σας ορκίζομαι… δεν μπόρεσα… εκείνος έκανε τη δουλειά του… Η ιστορία τράβηξε τρεις βδομάδες, όσον καιρό έμεινε στο σπίτι… Εγώ, ακόμα και στην άκρη του κόσμου θα πήγαινα μαζί του… έφυγε… Δεν ήξερα πως ήμουνα σε ενδιαφέρουσα… Τον άλλο μήνα πια το κατάλαβα…»
Ξέσπασε σε τέτοια αναφιλητά που χρειάστηκε να την αφήσουν λίγο να συνέλθει.
Κατόπιν ο πρόεδρος είπε πάλι, με ύφος ιερέα την ώρα της εξομολόγησης: «Ελάτε λοιπόν, συνεχίστε».
Ξανάρχισε να μιλάει: «Όταν κατάλαβα πως ήμουνα σε ενδιαφέρουσα, μήνυσα της κυρά-Μπουντέν, της μαμής, εδώ είναι, να σας το πει και μόνη της και την ρώτησα τι να κάνω άμα τύχαινε και δεν ήταν αυτή εκεί. Έπειτα, άρχισα να κάθομαι ξύπνια ώς τη μία το πρωί για να φτιάξω τα ρούχα του παιδιού. Κι ύστερα έψαξα για δουλειά, γιατί το ’ξερα καλά πως θα με διώχνανε. Ήθελα όμως να μείνω ώς την τελευταία στιγμή για να μαζέψω τίποτα λεφτά, μια που δεν έχω δεκάρα και θα τα χρειαζόμουνα για το μωρό…
– Άρα δεν θέλατε να το σκοτώσετε.
– Εγώ, να το σκοτώσω; Όχι κυρ πρόεδρε…
– Τότε λοιπόν γιατί το σκοτώσατε;
– Να πώς έγινε. Έφτασε πολύ πιο νωρίς απ’ ότι το περίμενα. Με πιάσανε οι πόνοι στην κουζίνα, εκεί που τέλειωνα τα πιάτα.
«Ο κύριος και η κυρία Βαραμπό είχαν ήδη πάει για ύπνο. Πιάνομαι κι εγώ απ’ την κουπαστή κι αρχίζω να ανεβαίνω τη σκάλα με χίλιους κόπους. Ξαπλώνω χάμω στα πλακάκια μη λερώσω το κρεβάτι μου. Κράτησε μπορεί μια ώρα, μπορεί δυο, μπορεί και τρεις, ούτε ξέρω τόσο που πόναγα. Ύστερα το ’σπρωξα μ’ όλη μου τη δύναμη, το ’νιωσα να βγαίνει και το μάζεψα από κάτω.
Τι χαρά ήταν αυτή, Θεέ μου! Ό,τι μου είχε πει η κυρά-Μπουντέν, όλα τα ’κανα, όλα! Ύστερα πήρα το γιόκα μου και τον ακούμπησα πάνω στο κρεβάτι! Και τότε, μου ξανάρχεται ένας πόνος, μα τι πόνος, να πεθάνω! – Ήθελα να ’ξερα, άμα σας έπιανε κι εσάς τους άντρες τέτοιος πόνος, αν θα κάνατε όσα κάνετε! – Πέφτω που λέτε στα γόνατα, έπειτα ξαπλώνω χάμω και να που με ξαναπιάνουν οι πόνοι, μια ώρα, δυο ώρες, εκεί ολομόναχη… και να που βγαίνει άλλο ένα… άλλο ένα μωρό… δυο ήτανε… μάλιστα… όπως σας τα λέω! Το πήρα όπως και το πρώτο και το ’βαλα κι αυτό στο κρεβάτι, το ένα δίπλα στ’ άλλο. Μα πείτε μου, γίνονται τέτοια πράματα; Δυο παιδιά! Εγώ που βγάζω είκοσι φράγκα το μήνα! Όχι, πείτε μου… γίνεται; Ένα, μάλιστα, άμα στενευτείς… δυο όμως, όχι! Κόντεψε να μου στρίψει. Τι να κάνω η έρμη; Μπορούσα να διαλέξω; Όχι, πείτε μου.
«Τι να κάνω! Μου φάνηκε πως ήρθε το τέλος μου! Έτσι χαμένα όπως τα ‘χα, έβαλα πάνω τους το μαξιλάρι… και τα δυο δεν μπορούσα να τα βαστήξω… και ξαναξάπλωσα από πάνω. Κι απόμεινα εκεί να κυλιέμαι πέρα-δώθε και να κλαίω ίσαμε που είδα απ’ το παράθυρο πως ξημέρωνε. Ήταν σίγουρα πεθαμένα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Τότε λοιπόν τα ’πιασα παραμάσχαλα, κατέβηκα τη σκάλα, βγήκα στο περιβόλι, πήρα την τσάπα του κηπουρού και τα ’χωσα όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσ’ το χώμα, το ένα εδώ, το άλλο πάρα κει, χώρια, να μη μιλάνε για τη μάνα τους, αν μιλάνε τα πεθαμένα μωρά. Μήπως ξέρω κι εγώ;
Μετά στο κρεβάτι μου, άρχισα να μη νιώθω καλά, πήγα να σηκωθώ μα δεν με βαστούσαν τα πόδια μου. Φωνάξανε το γιατρό κι εκείνος τα κατάλαβε όλα. Αυτή είναι η αλήθεια κυρ πρόεδρε. Κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, εγώ είμαι έτοιμη».
Οι μισοί ένορκοι φυσάγανε κάθε τόσο τις μύτες τους για να μην βάλουνε τα κλάματα. Κάποιες γυναίκες απ’ το ακροατήριο έκλαιγαν με λυγμούς.
Ο πρόεδρος ρώτησε:
«Σε ποιο σημείο θάψατε το άλλο;»
Εκείνη ρώτησε.
«Εσείς ποιο βρήκατε;
– Μα… εκείνο… εκείνο που ήταν κάτω απ’ τις αγκινάρες.
– Α, μάλιστα! Το άλλο είναι κάτω απ’ τις φραουλιές, πλάι στο πηγάδι».
Και άρχισε να κλαίει τόσο γοερά που τα αναφιλητά της σου σπάραζαν την καρδιά.
Η κατηγορούμενη Ροζαλί Πριντάν αθωώθηκε.
Απόδοση για το «Δ»: ΛΙΛΑ ΚΟΝΟΜΑΡΑ