-
Ο Γιάννης Μπασκόζος συνομιλεί με τον Κώστα Μαυρουδή (Μάρτιος 2009)
Γράφετε στο πρόσφατο βιβλίο σας η Η ζωή με εχθρούς ότι οι νεοέλληνες ζουν με την αίσθηση ότι είναι περικυκλωμένοι από εχθρούς. Γιατί συμβαίνει αυτό, τόσα χρόνια μετά τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας;
Η Ζωή με εχθρούς (Μελάνι, 2008) είναι συγκέντρωση άρθρων, σχολίων και δημιουργικών κειμένων μου που γράφτηκαν τα τελευταία 20 χρόνια Οι εχθροί που έδωσαν τον τίτλο είναι είδωλα μιας παράνοιας που μας θέλει να απειλούμαστε. Ως γνωστόν, παν ό,τι νομίζουμε ότι συνιστούμε θεωρούμε ότι το επιβουλεύονται. Όπως ο κάτοικος ενός χωριού νιώθει ως ομφαλό του κόσμου τον τόπο του, έτσι και μεις κατοικούμε ένα προνομιούχο κέντρο που αντιμετωπίζεται με ζηλότυπο φθόνο! Το σύνδρομο του υπερόπτη, αλλά συγχρόνως απειλούμενου και αδικούμενου, δεν είναι νόσος. Οφείλεται στην ανυπαρξία κριτικής παιδείας αφού μεγαλώνουμε με βεβαιότητες που καρπός τους είναι η ανασφάλεια, η αυταρέσκεια ή ο αυτισμός. Όλα αυτά έχουν βέβαια ιστορικές ρίζες και είναι δύσκολο να ανατραπούν. Οι θεμελιακές αγωγές που στερεώνουν τις ιδέες είναι ζητήματα που αλλάζουν με την παιδευτική αγωγή, δηλαδή με τους αιώνες.
Για τους «εχθρούς» του συγγραφέα τώρα, τους δικούς μου «εχθρούς», με τους οποίους συνομιλώ στο βιβλίο. Θα έλεγα ότι είναι ένα περιβάλλον που δεν έχει επιλεγεί από μας τους ίδιους ως σκηνικό ή προσκήνιο του βίου μας. Στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, έγραφα ότι ο ενοχλημένος από τους όρους της ζωής του είναι σαν τον συγγραφέα ο οποίος βλέπει να ανεβαίνει το έργο του στη σκηνή κατά τρόπο που εκείνος δεν είχε φανταστεί και δεν ήθελε. Κρίνει ότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί διαφορετικά. «Η γκρίνια», πρόσθετα, για την εικόνα της ζωής μας, δεν είναι μόνο η ματαιόδοξη ιδεοληψία για το τ ι και το π ώ ς ενός ασήμαντου περιβάλλοντος. Είναι η απογοήτευση για μια παράσταση που οφειλόταν με άλλους σκηνικούς όρους». Κάτι που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς αίσθημα νοσταλγίας προτύπου.
Βιώνοντας το ασήμαντο, το ενοχλημένο υποκείμενο νιώθει πως νοσταλγούσε και αξίωνε μια διαφορετική μοίρα. Δεν είναι κάποιος νευρωτικός με διακεκριμένες εμμονές και καλαισθητικές υποχονδρίες, ένας αφοσιωμένος στις μοναχικές τέρψεις και τις εκπλήξεις της διάνοιας. Απλώς νιώθει την ανάγκη να μεταφερθεί σε μια περιοχή βιώσιμη και, μη μπορώντας, κάνει την αντίδρασή του αισθητικό παίγνιο ή σκωπτικό μνημόνιο. Την πραγματική βία που θα επιθυμούσε να ασκήσει στον περίγυρό του την αναθέτει στα γραπτά του δηλητήρια. Τα δύο τελευταία μου βιβλία, η Στενογραφία και η Ζωή με εχθρούς, έχουν κάτι απ’ αυτό το πνεύμα.
Προσωπικά θεωρούσα πάντα ενδιαφέρουσα μιαν ιδιαίτερη τάξη συγγραφέων που έχει διαμορφωθεί σ’ όλες τις γραμματείες. Πρόσωπα και έργο με κύριο χαρακτηριστικό τους την άρνηση προς το αυτόχθον. Αν πάει το μυαλό μας στον Ροΐδη, τον Μπέρνχαρντ ή τον Καρλ Κράους, ας σκεφτούμε πόσο εύκολα και νόμιμα το έργο αυτών των «ενοχλημένων» με τη συγκυρία τους διανοιών μπορεί να στεγαστεί υπό τον τίτλο Η ζωή με εχθρούς.
Γράφετε έναν στοχαστικό λόγο πάνω στην καθημερινότητα με πολλαπλές αναφορές σε λόγιους και μη. Νιώθετε ότι συνομιλείτε με κάποιον σήμερα; Εδώ ή στο εξωτερικό;
Το ερώτημα είναι μια έμμεση αναφορά στη διακειμενικότητα. Την ένταξη της ξένης γνώσης στον δημιουργικό μας κόσμο. Συχνά συναντώντας ένα έργο αναγνωρίζουμε σ’ αυτό συμπτώσεις με τις ιδέες και τις κλίσεις μας. Σε πολλές περιπτώσεις (όχι ως «παράσιτα του υπέροχου» που έλεγε κάποιος), οικειοποιούμαστε τους τρόπους, την εικονοποιία, δανειζόμαστε και χρησιμοποιούμε μια μεταφορά, μια ιδέα, έτσι ώστε να κάνουμε κάτι νέο.
Θυμάστε τον πρώτο αφορισμό από τα Αξιώματα του Λα Ροσφουκό; «Όλα έχουν ειπωθεί και ερχόμαστε πολύ αργά στον κόσμο». Θα πω, ότι γι’ αυτό ακριβώς είμαστε οι κληροδόχοι μιας άπειρης και λαμπρής ύλης, που μας συναντά με αξίες, ιδέες και τρόπους. Βρίσκουμε εκεί δικές μας κλίσεις και στενές, εξ’ αίματος, συγγένειες που τις οικειοποιούμαστε περιστασιακά Κάθε πρόθεσή μου νιώθω να έχει ενδυναμωθεί από τη χρήση του δάνειου ρηματικού κατορθώματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Απολλόδωρος εγκαλούσε τον φιλόσοφο Χρύσιππο που ενέτασσε στα βιβλία του όχι μόνο μέρη, αλλά ολόκληρα έργα άλλων συγγραφέων. «Αν τους αφαιρέσεις ό,τι ξένο υπάρχει, η σελίδα θα μείνει άδεια», έγραφε σκωπτικά. Στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι έλεγα ότι θα ήθελα να εξασφάλιζα την υψηλή κερδοφορία από ένα κείμενό μου, έστω και με κεφάλαιο που οφείλω σε πιστωτές. Θα αρκούσε μόνο να δω μια κατασκευή του μεσαίωνα (φτιαγμένη από τα ετερόκλητα υλικά προγενέστερων κτισμάτων, όπως συνέβαινε τότε), για να μου θυμίσει και να με βεβαιώσει ότι δεν παύω, όπως κι αυτά, να είμαι πρωτότυπος. «Η επιφύλαξη για τη χρήση του νέου» έγραφα, «είναι η σεμνοτυφία του ανασφαλούς, ενώ ο οξυδερκής, με ξέγνοιαστη ειλικρίνεια, αποδεικνύει αμέσως την καινούργια πείρα που φτιάχνει ιδέες μορφές και νοήματα. Τίποτε δεν έχει ολοκληρωθεί χωρίς τα αδρανή μέρη ενός κουρασμένου απ’ το χρόνο τεχνήματος, που και το ίδιο, αν το ρωτούσαμε, θα επιθυμούσε να αναλωθεί στη νέα προοπτική του».
Ανήκετε στη γενιά του ’70 (την οποία δεν θεωρείτε ότι είναι της αμφισβήτησης). Τι άφησε αυτή η γενιά;
Νομίζω ότι σ’ εμάς απουσίαζε η ύλη, το κοινωνικό είδωλο που αμφισβητήθηκε το ’68 και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Θυμάμαι ότι πριν από 20 χρόνια, στις σελίδες του περιοδικού σας, έγραφα ότι είναι ανερμάτιστο να δίνεται η συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα στους ποιητές αυτής της γενιάς. Κατά τη γνώμη μου, πρόθεση της κριτικής και ενός μέρους του ποιητικού δυναμικού, ήταν να δείξει πως κάτι συμβαίνει στα ακίνητα νερά του ’70. Ας σκεφθούμε μόνον ότι δεν είχαμε απέναντί μας κανέναν σοβαρό ιστό, κανένα συγκροτημένο σε αξίες κοινωνικό σώμα. Μόλις αρχίζαμε να αποκτούμε αγαθά, ενώ η αμφισβήτηση, βέβαια, προϋποθέτει το κουρασμένο παρελθόν που έχει εξαντληθεί και έχει γεράσει. Η δική μας δοσοληψία ήταν με τα ράκη μιας μεταποιμενικής αταξίας, που έγινε η σημερινή αισθητική και ηθική συγκυρία. Κι όταν ακόμη ακούστηκε σε κείνη την ποίηση κάτι σαν ιερόσυλη οργή, ήταν το είδωλο της beat generation.Δεν είχε καμιά συνέχεια.
Κάνω τη σκέψη ότι ο οργισμένος γάλλος νεαρός που το ’68 καίει ένα αυτοκίνητο ή τα γραφεία μιας εταιρίας, το κάνει αντιδρώντας στο σύνδρομο της κατανάλωσης. Ο σημερινός νεοέλληνας προσωπιδοφόρος φοβάμαι ότι κάνει το ίδιο, επειδή το συγκεκριμένο αγαθό δεν είναι δικό του ή διότι νομίζει πως δεν θα το αποκτήσει. «Ποια αμφισβήτηση» σκεπτόμουν, λοιπόν, «όταν δεν έχουμε ούτε σιδηροδρομικό δίκτυο;». Στη χώρα μας δεν υπήρξαν ανατροπές, γιατί η απομόνωσή μας (γλωσσική, πολιτισμική) δεν έδωσε το πεδίο της σύγκρισης. Έτσι μας έλειψε το αντανακλαστικό της οργής και της άρνησης. Είμαστε όλοι συμφιλιωμένοι, έχουμε μιαν άφρονα ικανοποίηση με το αυτόχθον και την ιδιοτυπία του. Θεωρούμε φυσικότητα την αμορφία μας, την έλλειψη ύφους, ενώ η παρακμή σε άλλους λαούς είναι κλισέ, αυτονόητο αντικείμενο, εθνικό κριτήριο.
Εν πάση περιπτώσει, η ετερογένεια των ποιητών του ’70 μάς έδωσε τη στροφή σε μιαν ιδιότυπη ατομικότητα, στο προσωπικό χαμηλόφωνο πάθος, στο στοιχείο της ειρωνείας, στην απεμπόληση του δραματικού, στην απομάκρυνση από το πολιτικό πνεύμα του μεταπολέμου που κυριαρχούσε. Έχασε, βέβαια, τη σχέση της με την αναζήτηση του υπερβατικού και της ουσίας του, τις μεταβάσεις προς ένα ιδεώδες, τη στοχαστική απορία για το άγνωστο και τον κόσμο. Σε σχέση πάντοτε με την παιδεία και την αγωγή του καθενός, έκανε πιο κοσμικό, πιο καθημερινό το ποιητικό υλικό, ελαφρύνοντας τη φόρμα και ακολουθώντας το ρηματικό ήθος της εποχής.
Γράφετε κάπου στο βιβλίο σας μια ρήση του Δ. Δασκαλόπουλου, ότι στα σημερινά περιοδικά τόσο λίγο κρίνεται η επικαιρότητα, που αν κρύψουμε την ημερομηνία δεν θα ανακαλύψουμε την εποχή της έκδοσής τους. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. Υπάρχει λόγος γι’ αυτά τα περιοδικά σήμερα; Θα αντικατασταθούν από το διαδίκτυο;
Σήμερα δεν ξέρω αν θα προσυπέγραφα αυτή τη σκέψη, που ευαισθητοποιεί όλους όσοι έχουν μέριμνα για το καθημερινό και το επίκαιρο. Έγραψα στο blog μου ένα κείμενο όπου λέω, εν ολίγοις, ότι δεν με ενδιαφέρει μια ανάγνωση που καθηλώνεται ως μαρτυρία του τρέχοντος, μια διάθεση που ταυτίζει την ιδέα του πνευματικού με την παραγωγή των ημερών μας, με την εποπτεία της αγοράς, με μιαν ατζέντα. Από κάποια ηλικία και μετά με συνόδεψε η εμμονή για αξιοκρατικές ιεραρχήσεις, όταν κατάλαβα ότι στρεφόμουν σε έργα συγκαιρινά χωρίς να έχω διατρέξει αναγκαίους τόπους, τα βιβλία, όπως λέει ο Χάζλιτ, που επέζησαν του συγγραφέα τους μετά από τέσσερεις γενιές. Μ’ ενδιαφέρει (κι αυτό θά θελα να προτείνω σήμερα στον αναγνώστη του Δέντρου αλλά δεν γίνεται) το βάθος της λογοτεχνικής ιστορίας, που ξετυλίγει μπροστά μας τον υποβλητικό κανόνα της παγκόσμιας γραμματείας. Αυτό δημιουργεί τον υψηλό βαθμό συνείδησης, την ιδιότυπη κατάνυξη της σχέσεώς μας με τη λογοτεχνία, αφού η αφθαρσία, η διάρκεια του έργου, φωτίζει τη μοίρα δύο διαφορετικών δεδομένων: της βραχύβιας ανθρώπινης εμπειρίας αφενός, και της δημιουργικής μορφής αφετέρου, που πραγματώνει την έννοια του αιώνιου.
Θυμάμαι τον Χ. Έσε, όταν περιγράφει την πρώτη βραδιά ενός ταξιδιού του στη Γερμανία. Αφού εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο βγαίνει στους δρόμους για να βρει ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Νομίζω ότι η φράση που θυμάμαι προέρχεται απ’ αυτήν την αφήγηση. «Να κλείνεσαι στο δωμάτιό σου και να ανοίγεις τον Οράτιο, περιφρονώντας τα πλήθη». Απ’ όπου κι αν ανακαλώ τη συγκεκριμένη αποστροφή, ο λόγος της αποδίδει την παραμυθία που παρέχει η πράξη της ανάγνωσης, και τη θαυμαστή μεταβολή τού «εμείς» σε «εγώ». Επιπλέον τη σχέση μας με έναν κόσμο που δεν έχει χρόνο, που αυθαδιάζει στο φευγαλέο και τον χρειαζόμαστε.
Κανένα περιοδικό δεν επιδιώκει βέβαια να περιφρονήσει τον αναγνώστη. Πρέπει όμως να δημιουργήσει αμφιβολίες στην εύκολη επιλογή. Η αντίθετη στάση είναι ιεροποίηση της αγοράς, ενδοτισμός στις ροπές της, στην έλλειψη ιδεών, και κυρίως ύφους. Στο μέτρο που το περιοδικό είναι έκφραση της εποχής του, πρέπει να βλέπει γύρω του. Στο μέτρο που αποδίδει τον δημιουργό του, οφείλει να υπολογίζει λιγότερο τη συγκυρία του.
Τριάντα χρόνια εκδότης του περιοδικού Το Δέντρο. Τι σας άφησαν ως αίσθηση, άξιζε ο κόπος ή μήπως αλλιώς θα είχατε χρόνο για τα δικά σας πονήματα;
Η έκδοση του Δέντρου με έκανε χειροτέχνη, με καθημερινή πολύωρη απασχόληση. Τριάντα ένα χρόνια. Ενδεχομένως θα είχα γράψει και θα είχα διαβάσει περισσότερο. Χωρίς τον βιοπορισμό θα είχα κινηθεί κυρίως προς τις κλίσεις μου. Ας μην μεμψιμοιρήσω όμως για ένα χαμένο, χάριν της αγοράς, «έργο». Ως παιδί έχω ακούσει συχνά ποδοσφαιριστές που δεν μπόρεσαν να παίξουν σε μεγάλους συλλόγους εξαιτίας κάποιων σκοτεινών συμφερόντων και τραγουδίστριες που θα μεσουρανούσαν αν ενέδιδαν στις προτάσεις παραγόντων της δισκογραφίας. Ξέρουμε μόνον αυτό που κάναμε. Φοβάμαι να πιθανολογήσω κάτι άλλο. Στον κακό χορευτή φταίει το πάτωμα, όπως λέει μια παροιμία.
Νιώθω πως συνεχίζω, ασκώντας συγχρόνως την επαγγελματική μου ασχολία. Διαβάζω εκ νέου παλιά βιβλία και αντιλαμβάνομαι το πνεύμα τους πλουσιότερο. Αυτό σημαίνει γονιμότητα, ότι εμπλουτίζεται ακόμα το κριτήριό μου. Ετοιμάζω ένα ποιητικό βιβλίο και ένα άλλο με διηγήματα.