Δεν υπάρχει πιο χρησιμοποιημένο στερεότυπο στη λογοτεχνία από τα παλιά χειρόγραφα που υποτίθεται ότι βρίσκει κάποιος (πεταμένα, ξεχασμένα) κι αργότερα γίνονται η ύλη ενός βιβλίου.
Δεν είναι σπάνια όμως η περίπτωση πράγματι να ανακαλύψεις κάτι, όντως να βρεθεί απέναντί σου το αλλόκοτο εύρημα και να το προβάλεις όπως είναι. Όταν δηλαδή η σύμπτωση είναι πέρα για πέρα αληθινή και ο τρόπος που κάτι εμφανίστηκε μπορεί να μοιάζει επινοημένος, όμως έτσι ακριβώς έχει συμβεί.Γιατί, ποιος θα διαφωνήσει ότι είναι απίθανο να περπατάς, για παράδειγμα, αμέριμνος το βράδυ, μετά τη βροχή, και να δεις στα πόδια σου ένα πεταμένο έντυπο στεγνό, σε άριστη κατάσταση, που έχει την ηλικία σου. Κάτι που εξακολουθεί, δηλαδή, να είναι α ν α γ ν ώ σ ι μ ο και σ π ά ν ι ο. Δεν θα τολμούσα να το πω άχρηστο, αφού δεν είναι μεν σε χ ρ ή σ η, δίνει όμως, κατά την ετυμολογία του, χ ρ η σ μ ό. Βρισκόταν, λοιπόν, στην προθανάτια κλίνη της ασφάλτου, χωρίς κτήτορα, αγνοημένο. Ήταν εννέα το βράδυ, σ’ έναν δρόμο στο Μοναστηράκι. Είχαν περάσει τα απορριμματοφόρα του Δήμου και το αγνόησαν, το είδαν, νηφάλια ακόμα νεαρά ζευγάρια (πριν καταλήξουν στα εντευκτήρια της περιοχής με την τριτοκοσμική ομίχλη τους), κάποιος παλιατζής, δίπλα, έκλεισε την πόρτα του μαγαζιού του και το άφησε ανενόχλητο στο έδαφος, δυο κύριοι πάρκαραν και δεν το πάτησαν. Πέρασες λοιπόν εσύ, το σήκωσες, χάρισες την προσοχή σου στην αγνοημένη ύλη και εκείνη σου το ανταπέδωσε.
Στα πόδια μου βρισκόταν πεταμένη (διπλωμένη στα τέσσερα) μια Καθημερινή του 1948. 9η Ιανουαρίου, ημέρα Παρασκευή. Αν προσωποποιήσω τη χρονολογία που διαβάζω κάτω απ’ τον τίτλο (έτσι ώστε να την κάνω οικεία και να τη φέρω στα μέτρα μου), τον μήνα εκείνο είμαι ένα έμβρυο δύο μηνών. Το πράγμα δεν είναι βέβαιο ότι έχει γίνει αντιληπτό στους συντελεστές του γεγονότος. Έχω μεν μια φωτογραφία της μητέρας μου όπου διακρίνεται η εγκυμοσύνη, αλλά η εφημερίδα πρέπει να υπολείπεται κάποιους μήνες απ’ την εικόνα εκείνη. Η από έτη επιθυμία να υπάρξει απόγονος φαίνεται να έχει πραγματοποιηθεί εκείνον τον Ιανουάριο και ίσως, αν είναι εν γνώσει τους, το ζεύγος κάνει εορταστικές σκέψεις και τέρπεται από το ενδεχόμενο. Αυτή είναι η εποχή.
H παλιά εφημερίδα (στοιχίζει 300 δραχμές) απ’ την πλευρά της αποκαλύπτει μια διαφορετική εμπειρία. Είναι, βλέπουμε, ένας πολύ κρίσιμος χρόνος για τη χώρα και τη μοίρα της. Μια τραγωδία έχει τελειώσει αλλά διαρκεί ακόμη μια άλλη. Ο Εμφύλιος συνεχίζεται στα βόρεια σύνορα. «Ο αμερικανός στρατηγός κος Λίβσεη εδήλωσεν ότι η ανταρσία θα κατασταλή μέχρι το τέλος της ανοίξεως». Είναι η πρώτη είδηση. Ο στρατηγός ήρθε στην Ελλάδα, ερεύνησε την κατάσταση και θα συστήσει την παροχή περισσοτέρων όπλων, πολυβόλων και πυροβολικού, στον εθνικό στρατό. Συστήνει να αυξηθεί ο στρατός κατά 12.000, διότι ο εχθρός «έχει αναδιοργανωθεί επί περισσοτέρων γραμμών». Οι προβλέψεις του είναι αισιόδοξες. Έχουν καθοριστεί —μαθαίνουμε από τις δηλώσεις του στο «Ρόιτερ»—, και οι περαιτέρω δικαιοδοσίες των συμμαχικών στρατών.Οι Βρετανοί θα έχουν την οργάνωση και την εκπαίδευση. «Η αμερικανική αποστολή θα έχει το λογιστικόν μέρος, τον εφοδιασμόν και τας συμβουλάς».
Οι Βρετανοί από την πλευρά τους ανακοινώνουν ότι σε λίγο θα πάψει να υπάρχει το στρατηγείο τους εν Ελλάδι. Η επιρροή αλλάζει χέρια και ο αμερικανικός παράγων είναι εκείνος που θα διαμορφώσει στο εξής το μέλλον της χώρας. Η «συμμοριακή δράσις» όμως συνεχίζεται. Η Μάχη της Κονίτσης έληξε με πλήρη συντριβή των επιτεθέντων συμμοριτών. «Αι τελευταίαι προσπάθειαι να κρατήσουν τα υψώματα Νικάνορος και Εξοχή απέτυχον. Οι συλληφθέντες εκεί συμμορίται βεβαίωσαν ότι
Τις μέρες εκείνες υπάρχει, απ’ ό,τι βλέπουμε στο καλά συντηρημένο τετρασέλιδο, μια έντονη φημολογία για τον θάνατο του Στάλιν. Η ελβετική εφημερίδα Μπουντ πληροφορεί τους αναγνώστες της ότι ο Στάλιν πιθανόν πέθανε. Οι φήμες προέκυψαν όταν ένας σουηδός καρκινολόγος ταξίδεψε στη Μόσχα, εκείνος όμως αρνείται να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο. Δηλώνει ότι επισκέφθηκε απλώς ένα κέντρο και είδε τις εφαρμοζόμενες μεθόδους για τον καρκίνο του οισοφάγου.
Στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας ο κος Μάρσαλ ζητεί έγκριση του σχεδίου του «ίνα μη υποταγή η Ευρώπη εις τα αστυνομικά κράτη». Η αντίδραση των ρεπουμπλικανών φαίνεται ότι κάμπτεται Ο νέος κόσμος πρέπει να βοηθήσει τον παλαιόν. Πρέπει, λέει ο Μάρσαλ, «να αντιμετωπιστεί η οικονομική καχεξία της Ευρώπης. Η πείνα, η ένδεια, η απόγνωση. Οι λαοί αυτοί δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνο με τους δικούς τους πόρους». Κέρδισε η επιμονή του. Όσοι υπήρχαμε τη δεκαετία του ’50 θυμόμαστε το «Σχέδιο Μάρσαλ», κυρίως από τον αντίκτυπό του. Ραδιόφωνα, συζητήσεις, δημόσια έργα. Ακόμα και εκπαιδευτικές ταινίες πρόλαβα να παρακολουθήσω σε υπαίθριες προβολές. Είδα κινούμενα σχέδια ένα βράδυ που περιέγραφαν τον πόλεμο… μεταξύ ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων! Πότε άραγε να ήταν; Η οθόνη είχε αναρτηθεί στην πλατεία, στο παλιό λιμάνι της Τήνου. Καθόμουν στο έδαφος και παρακολουθούσα το πιο πληκτικό θέαμα. Δεν καταλάβαινα το σκοπό της αλληλοεξόντωσης τους και βαριόμουν θανάσιμα, όπως αργότερα βαριόμουν το σινεμά του Γκοντάρ, το νεοελληνικό θέατρο και τα μυθιστορήματα της Ναταλί Σαρότ. Αυτό, λοιπόν, που θυμάμαι ως πραγματοποιημένη πολιτική, ως αιμοδοσία μιας πάμπτωχης χώρας, το βλέπω στην παλιά εφημερίδα, σχέδιο για μελλοντική έγκριση.
Σελίδα 2. Στις 7 το απόγευμα το ατμόπλοιον «Σοφία Τόγια» αναχωρεί δια Σύρον, Τήνον κλπ. Μπορεί κανείς να πληροφορηθεί και την κίνηση των ελληνικών εμπορικών σκαφών (το «Μεγαλόχαρη» έφτασε από τη Ρουέν στην Βαλτιμόρη την 6η του μηνός). Στην ίδια σελίδα. Το υπουργείο Προνοίας μοίρασε ρούχα για τους συμμοριόπληκτους της Ηπείρου. Και λίγο πιο κάτω, στις «Μικρές Αγγελίες», η έλλειψη διατρέχει το χρόνο. Στην οδό Τζορτζ 11, στην Κάνιγγος, ζητούν επειγόντως στρεπτομυκίνη. Τηλέφωνο 22663.
Ιδού και ο θάνατος του φημισμένου τενόρου Ρίτσαρντ Τάουμπερ, που πέθανε στο Λονδίνο. Παρά το πλευρόν του ευρίσκετο η σύζυγός του, ηθοποιός Ντίνα Ναπίρ. Ήταν 55 χρόνων μόνο. Υπάρχει κάπου στα ράφια μου ένας δίσκος της Ε Μ Ι με τραγούδια του. Έχω να τον ακούσω χρόνια, αλλά θυμάμαι το πρόσωπό του στο εξώφυλλο και ένα δυο ερμηνείες από τη Χώρα του μειδιάματος του Λέχαρ. Είχε γεννηθεί, γράφει η σύντομη είδηση της εφημερίδας, στο Λίντς της Αυστρίας και πρωτοεμφανίστηκε το 1912, ως Ταμίνο στον Μαγικό Αυλό.
Το εύρημα του περιπάτου μου στο Μοναστηράκι έγινε αφορμή να μάθω επιπλέον την κίνηση του πληθυσμού της 1ης.Ιανουαρίου του 1948. Όλες οι εφημερίδες δημοσίευαν, ακόμα και πολύ αργότερα, τέτοια στοιχεία. 107 γεννήσεις, λοιπόν, 54 γάμοι, 29 θάνατοι. Στο σταυρόλεξο της ημέρας, το πρώτο οριζοντίως ζητούμενο είναι «η πατρίς του μεγαλύτερου γεωγράφου της αρχαιότητος». Το πρώτο καθέτως είναι «Πόλις της Γαλλίας, γνωστή δια τα αρχαία μνημεία της».
Στην πρώτη σελίδα υπάρχει μια στήλη με τίτλο «Ο έξω κόσμος». Ειδήσεις που αφορούν τον ελάσσονα βίο των ανθρώπων. Διαβάζω ότι οι ελέφαντες φροντίζουν για την ταφή των νεκρών τους. Ο ταγματάρχης κος Κιούμινγκ, που υπηρετούσε στον Άνω Νείλο, το είδε με τα μάτια του. «Φονεύσας έναν ελέφαντα επέστρεψε την επομένην εις το ίδιο σημείον δια να τον μεταφέρη. Το ζώο δεν ανευρέθη πουθενά, αλλά μετ’ ολίγας ημέρας οι ιθαγενείς το ανεκάλυψαν θαμμένον εις βάθος μισού μέτρου υπό την γην. Πέριξ του τάφου του ευρέθησαν αποτυπώματα χαυλιοδόντων».
Βλέπω ακόμη ότι μια Ιταλίδα, η Μαρία Τέσα, έπεσε θύμα κλοπής δύο φορές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο Τορίνο, ενώ «περιεργάζετο με ακόρεστον περιέργειαν τας προθήκας των καταστημάτων», λέει η είδηση. Αφού έχασε και τις τελευταίες αποταμιεύσεις της, δηλαδή 60.000 λιρέτες, χωρίς να καταγγείλει τίποτε στην αστυνομία, ρίχτηκε στον ποταμό Ντόρα και επνίγη.
Μερικά εκτεταμένα αφηγηματικά ποιήματα του Ρίτσου (γράφτηκαν γύρω στο ’57 και μοιάζουν πολύ με την Τέταρτη Διάσταση), μου αρέσουν ιδιαίτερα «Ο τελευταίος παραθεριστής» για παράδειγμα. Ένα απόσπασμά του, μάλιστα, βρίσκω ότι μπορεί να είναι επίλογος των όσων προηγήθηκαν, επειδή αφορά το παρελθόν και το χαμένο. «…Γιατί ό,τι μένει πίσω μας, αυτό που αφήνουμε και μας αφήνει, το νιώθουμε για λίγο να προχωρεί μονάχο του πίσω απ’ την πλάτη μας, σ’ αντίθετη κατεύθυνση, και νιώθουμε να προχωρούμε μόνοι μας, αντίθετα απ’ αυτό που ήταν δικό μας. Ώσπου το ακούμε κάποτε και πάλι […] να επιστρέφει, να προχωρεί στο βάθος μπροστά μας και κει να μένει, μ’ ένα χαμόγελο βαθειάς κατανόησης. Το βλέπουμε να περιμένει εκεί, με το χαμόγελό του, για να γίνει ολόκληρο δικό μας».