Από την τακτική δεκαπενθήμερη συνεργασία μου στο ΕΘΝΟΣ. Σάββατο 2.2.2013
Σαμ Προφέτα (γενν. 1914), Εβραίος της Θεσσαλονίκης, έχει αφηγηθεί σε ένα εξασέλιδο κείμενο την εκτόπισή του στο Αουσβιτς (ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Νο 37-38, 1988). Από το 1928 δούλεψε σε κινηματογράφους ως βοηθός μηχανικού και ως ταξιθέτης. Το 1943, ένας θιασάρχης θέλησε να τον φυγαδεύσει στην Αθήνα, αλλά εκείνος, χάριν της μητέρας του, αρνήθηκε. Ξαναδιάβασα πρόσφατα το κείμενο. Τώρα εστίασα περισσότερο στον αφηγούμενο παρά στη συλλογική μοίρα.
«[...] Επρεπε να επιβιώσεις. Στο προσκλητήριο για ειδικευμένους, σήκωνα πάντα το χέρι μου. Μια μέρα μ' άρπαξε ένας Γερμανός. «Του μπις μάλερ»; («Είσαι μπογιατζής;»). «Για», του απάντησα. «Μάλερ φον μπερούτ;» («επαγγελματίας μπογιατζής;»). Νόμισα πως με ρωτούσε αν είμαι από τη Βηρυτό και του είπα: «Νάιν, Σαλόνικα». [...] Την άλλη μέρα ένας Κάπο μάς έβαλε, μ' έναν Πολωνό, να βάψουμε. Ο Πολωνός άρχισε πρώτος. Ο Κάπο τον σταμάτησε και του είπε να βάψει πιο πέρα. Εκείνος κατέβηκε και μετακίνησε τη σκάλα. «Αν ήσουν επαγγελματίας θα περπατούσες μαζί με τη σκάλα», του είπε [...]. «Εσύ τι είσαι;», ρώτησε εμένα. Εμπιστευτικά του είπα ότι είμαι κλέφτης. Το έκανα, διότι κάθε κρατούμενος είχε ένα διακριτικό. Οι πολιτικοί κόκκινο, οι Εβραίοι κίτρινο, οι ποινικοί μαύρο. Εκείνος είχε μαύρο. Υποθέτοντας ότι ήταν κλέφτης πέρασα για συνάδελφος. Χάρηκε. «Ο γκουτ μάινε φρόιντε», μου είπε. Πέρασα καλά για κανένα εξάμηνο [...] γλίτωσα από επιλογές για τα κρεματόρια».
Τον Σαμ Προφέτα, το νούμερο 111383 του Αουσβιτς, στις 5.5.1945 απελευθέρωσαν οι Αμερικανοί. Τον γνώρισα προσωπικά. Κρατούσε το κυλικείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι λεπτομερώς τη συζήτησή μας.
Είπα ότι ξαναδιαβάζοντας το χρονικό εστίασα κυρίως στην απελπισμένη επινοητικότητα. Από το συλλογικό δράμα του Ολοκαυτώματος με κέρδισε η σοφία της καθημερινότητας, τα σωτήρια αντανακλαστικά, η λαϊκή σπιρτάδα. Δεν είδα το γεγονός μόνον ως έναν δαρβινισμό της ευφυΐας, αλλά και σαν κατανυκτικό ύμνο στην επιβίωση, κάτι που οδηγεί στην ταπεινότητα και στην επανεκτίμηση της δικής σου μοίρας. Αντιμετώπισα τον αφηγητή με την ενοχή εκείνου που δεν χρειάστηκε να αποδείξει την αντοχή του, δεν απειλήθηκε από την ανθρώπινη παραφροσύνη, δεν έζησε τον τρόμο της Ιστορίας, επικείμενο κάθε στιγμή (και τώρα που μιλάμε, αν δοθεί η ευκαιρία). Σαν τον αναγνώστη που σταματά μαγεμένος από μια φράση, βλέπω τον 111383 να κερδίζει τη ζωή. Τον ξανακοιτάζω με δέος, σαν σύγχρονό μου, γιατί δεν υπάρχει παλιός κόσμος. Το μέλλον γράφεται με τα πιο αρχαία μας ένστικτα.
1 σχόλιο:
Χαίρομαι την δεξιοτεχνία της μιμαλιστικής αφήγησης. Πόσες λέξεις είναι; 300; Εγχείρημα -σαν άσκηση- να πεις και να συγκινήσεις, σε μια φόρμα που να είναι άρτια (και στρογγυλή). Παλιά μου τέχνη.... Πού το βρίσκει τώρα κανείς εκείνο το τεύχος;
gaetano
Δημοσίευση σχολίου