Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Οι συνένοχοι


ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΙΝΤ. Από τις παραδόσεις του στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης, 1915. Με αφορμή τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο: 

«...Πιστεύετε πραγματικά ότι ελάχιστοι ασυνείδητοι και φιλόδοξοι δημαγωγοί και λαοπλάνοι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν όλα αυτά τα κακά, αν τα εκατομμύρια των κυβερνωμένων δεν ήταν συνένοχοι; Μπορείτε να υποστηρίξετε πως δεν υπάρχει το κακό και η απληστία στην ανθρώπινη ψυχή;»



Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΣΜΟΥ


Γιάννης Ευσταθιάδης
το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Poetix.


Κώστας Μαυρουδής: Τέσσερις εποχές
Εκδόσεις Κέδρος, 2010


Παραλλάσσω συνηχητικά τον τίτλο αυτού του βιβλίου (βιβλίου σημαντικού, σπεύδω από την αρχή να δηλώσω, για την ελληνική ποίηση), γιατί σε τέσσερις περιοχές σκοπεύω να κατανείμω και εν συνεχεία να σχολιάσω την ποίηση του χαρακτηριστικού αυτού εκπροσώπου του ελληνικού αισθητισμού.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΡΩΤΗ: Οι φακοί επαφής
Με τον όρο, δεν εννοώ ασφαλώς το γνωστό είδος που εφάπτεται στην κόρη του ματιού, αλλά τους φακούς που ο ποιητής έχει επινοήσει για να μας φέρει σε επαφή με τη μνήμη, τις εικόνες, τα τοπία, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα – εντέλει, με τις εποχές (όχι τις τέσσερις – όλες), καθώς αυτές αενάως εναλλάσσονται.
Ο Μαυρουδής κοιτάζει το παρελθόν, αλλά και το παρόν και το μέλλον, χρησιμοποιώντας  γυαλιά για κοντά και γυαλιά για μακριά, με ανάλογους φακούς, θαυμάσια προσαρμοσμένους στους σκελετούς των λέξεων.
Αυτή η υποβοηθούμενη νέα οπτική –η καθαρότερη ματιά στα πράγματα–αναβαπτίζει τις λέξεις (επίθετα και ουσιαστικά), αλλά και την εκφραστική δεινότητα του ποιητή.

Ενδεικτικά και μόνο:
Στο σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα
τανκς απ’ τη Βουδαπέστη
ή:
Τι όνειρα με αυστριακότητα΄

ή, ακόμα:
Μουρμούριζε αραβικά η ζέστη.

Όμως, ο ποιητής, εκτός από τα συνήθη ματογυάλια, καταφεύγει –το ρήμα μου είναι λάθος, γιατί κατά βάθος το επιζητεί– στο μικροσκόπιο.
Εκεί, ψύχραιμος, σχεδόν ψυχρός, παρατηρεί και, παρατηρώντας, μεταφέρει τις εικόνες στον έκθαμβο αναγνώστη, φωτίζοντας τις ασήμαντες λεπτομέρειες, μεγεθύνοντας το κοινότοπο σε εξαιρετικό.


ΠΕΡΙΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών
Ο Μαυρουδής, εξαίρετα εκφράζει την ελιοτική κατάφαση: «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος, ίσως είναι και οι δύο παρόντες σε χρόνο μέλλοντα».
Σαν δεξιοτέχνης ιατροδικαστής, ανατέμνει το παρελθόν μ’ ένα νυστέρι γεμάτο επιθυμία για μνήμη, αλλά και εμβαπτισμένο στη φορμόλη που σκοτώνει το μελοδραματισμό και τα αιμάσσοντα μέρη του παρελθόντος, τα συρράφει με το παρόν και τα επεκτείνει «σε χρόνο μέλλοντα».
Εδώ, ο ποιητής μεταβάλλεται σε κινηματογραφιστή, και στα γυαλιά του λογοτέχνη προστίθενται οι φακοί του τεχνικού: τηλεφακός για τα μακρινά πλάνα, ευρυγώνιος που να χωρά την παρατήρηση του αισθητή, ζουμ για τη στιγμιαία υπόμνηση.
Από κοντά και οι τεχνικές που κάθε σκηνοθέτης διαθέτει:

Γρήγορη κίνηση (FAST MOTION)
Έτσι σε είκοσι στίχους / χώρεσαν τρεις γεμάτες ώρες / έξω πλέον είναι μετά / συγκεκριμένα είναι νύχτα / τα γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά.

Αργή κίνηση (SLOW MOTION)
Ενώ αβαρής σαν σκόνη αιωνιότητας έπεφτε αργά η κιμωλία στα παπούτσια του.

Και, βέβαια, κυρίως η ανάποδη κίνηση (το εντυπωσιακό REWIND)
Πρωινό στην κουζίνα. / Το γάλα, πλάγιος πίδακας, επιστρέφει στη φιάλη του / τα δημητριακά γυρίζουν στη συσκευασία της Νεστλέ. / Με τις πυτζάμες του ο σύζυγος / βαδίζει ανάποδα προς το κρεβάτι.

Το κινηματογραφικό παιχνίδι του χρόνου, θαυμαστά συνοψίζεται και λεκτικά στο ποίημα «Χειμώνας ή παραμονή Πρωτοχρονιάς»:
1977! μου φώναξε με το ποτήρι του ψηλά. / Χωρίς αμφιβολία απάντησα. / Αυτός ο χρόνος κάποτε ήταν μέλλον είπε σα να με πληροφορούσε για ένα θρίαμβο χαμένο / μια ήττα που έπρεπε οπωσδήποτε να ξέρω και να με αφορά.


ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΡΙΤΗ: Οι παρενθέσεις
Όσα με τα γυαλιά ή τους φακούς του ο Μαυρουδής παρατηρεί, όσα με κινηματογραφικές τεχνικές επισημαίνει, η εμμονή στις ασήμαντες λεπτομέρειες (ασήμαντες για το μάτι, αλλά όχι για την αφήγηση), περικλείονται πάντα στο βιβλίο αυτό σε παρενθέσεις.
Λες και ένας αυστηρός κανόνας –που, όμως, δεν γίνεται ποτέ μανιέρα– επιβάλλει στον ποιητή συνεχώς να διευκρινίζει, να επεξηγεί, να εφευρίσκει έναν τεχνητό τρόπο –σαν ιατρικό εργαλείο– υποβοήθησης της μνήμης.
Εν προκειμένω, ο Μαυρουδής είναι ελάχιστα εγωιστής: δεν ενδιαφέρεται πια για την προσωπική μνήμη, αλλά, διά των παρενθέσεων, συγκεκριμενοποιεί εικόνες και ενισχύει τη σύστοιχη μνήμη του αναγνώστη.
Θεωρώ καίρια και οξυδερκέστατη την παρατήρηση του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (σε κριτική του για το βιβλίο):
«Η συλλογικότητα θα αντλήσει από το ατομικό τη ζωντανή ανάσα της, και το ατομικό θα πάψει μέσα από τη συλλογικότητα να ενεργεί ως ένα επεισοδιακού βεληνεκούς συμβάν».
Προχωρώ ακόμα περισσότερο, ισχυριζόμενος πως οι παρενθέσεις αυτές προσθέτουν το ποιητικό ίζημα και μετατρέπουν, ως διά λεκτικής μαγείας, μια σχεδόν πεζογραφική ενότητα σε ποίημα.
Αν δε προχωρήσω έως την αυθάδεια, θα ισχυριστώ πως οι παρενθέσεις, αν απομονωθούν και συρραφούν μεταξύ τους, δημιουργούν αυτόνομα ποιήματα.
Τυχαίο παράδειγμα από το πρώτο κιόλας ποίημα, «Φθινόπωρο ή η ποίηση και ο αρχάριος» (ο αναγνώστης μπορεί να επιχειρήσει το «πείραμα» και στα υπόλοιπα):

Ακούγαμε ρεμβαστικά τους κεραυνούς
και λίγο αργότερα το χαλάζι που
έπεφτε στη στέγη

κωδωνοκρουσίες άπληστες για χώρο
εισέβαλαν στο σπίτι

οδομαχίες κάτω από μεγάλους τίτλους

υπάρχει κάτι «αντ’ αυτών»

μπεζ αγγλική καπαρντίνα
ώς τα παπούτσια

αεικίνητες θείες
ψίθυροι
η χοντρή νοσοκόμα με το βραστήρα

ηθοποιοί που έχουν ξεχάσει το ρόλο

ανάμεσα σε τίποτα και αιωνιότητα
λέει ο αναγνώστης.


ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Το δισυπόστατο
Ποιητής ή πεζογράφος;
Η προσωπική βιβλιογραφία του Μαυρουδή, δίκαια αλλά γραφειοκρατικά, κατανέμει τα έργα του: 4, λέει, πεζά και 5 ποιητικά βιβλία.
Αλλά είναι Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι ή η Στενογραφία μόνο πεζά;
Είναι, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, Το δάνειο του χρόνου ή η Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια αμιγής ποίηση;
Πολύ περισσότερο, το παιχνίδι που παίζει ο Μαυρουδής στις Τέσσερις εποχές, αφήνει τα ενδεχόμενα ανοικτά: Poème en prose ή Prose en poésie;
Η διαφορά μπορεί να είναι οριακή, αλλά για κάποιους –και μας ενδιαφέρουν πρωτίστως οι «κάποιοι»–, ευδιάκριτη.
Ο Μαυρουδής είναι ένας ικανότατος πεζογράφος, που γνωρίζει να θέτει αυτή την τεχνική στην υπηρεσία της ποίησης, κατ’ αναλογίαν προς την όπερα ή το ορατόριο.
Εκεί συνυπάρχουν πάντα το ρετσιτατίβο και η άρια.
Τι είναι το ρετσιτατίβο;
Παραθέτω έναν ορισμό:
«Μονοφωνική σύνθεση με ελεύθερο ρυθμό που σχεδόν μιμείται τη φυσική ομιλία. Χρησιμοποιείται στα σημεία διαλόγου, αφήγησης ή δραματικής έκφρασης».
Η άρια, ως γνωστόν, ακολουθεί το ρετσιτατίβο και αποτελεί τη λυρική επιτομή του δρώμενου με το τραγούδι του ήρωα ή της ηρωίδας.
Ο Μαυρουδής σέβεται με απόλυτη συνέπεια –άθελά του, υποθέτω– αυτή την ακολουθία.
Προτάσσει τα πεζολογούντα ρετσιτατίβι, ετοιμάζοντας σαν πονηρός και έμπειρός συνθέτης την άρια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ποίημα «Καλοκαίρι ή Αύγουστος στο Λουτράκι».

Ρετσιτατίβο:
Για να τελειώσω εδώ με όσα αφορούν τη θεία / την τυποποιημένη πλέον φροντίδα / των γραφείων κηδειών / σε όλους του νεκρούς / –άνδρες γυναίκες– / για τα μαλλιά τους / που χτενίζουν προς τα πίσω / (μια ευκολία ως φαίνεται των μακιγιέρ) / στιλ που θυμίζει μεσοπόλεμο / τον κόμη Τσιάνο αν θυμάστε / τον άτυχο Ντίνου Λιπάτι / ή τον Γκαρθία Λόρκα στο πορτρέτο του ’30.

Άρια:
Όπου / σαν / την / κατάνυξη / λάμπει / μοναχική / η / μπριγιαντίνη / μέχρι / σήμερα.

Αν –εν κατακλείδι– οι τέσσερις εποχές του έτους έχουν τον σχεδόν αυτονόητο συμβολισμό τους (Γέννηση – Νεότητα – Ωριμότητα – Θάνατος, ή, αντιστοίχως, Δημιουργία – Ακμή – Φθορά – Τέλος και πάλι νέα Αρχή), ο Μαυρουδής συμπυκνώνει τις τέσσερις εποχές σε μία, μ’ ένα καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο που ενοποιεί ήλιο, συννεφιά, βροχούλα και χιόνι – μια περίκλειστη γυάλινη σφαίρα, σαν αυτές που μαγνητίζουν τα βλέμματα των παιδιών, γεμάτη με νερό έως επάνω, που, όταν την κουνάς, μικρές νιφάδες εμφανίζονται και «χιονίζει».
Σ’ αυτή τη σφαίρα –μέσα από τη δεξιοτεχνική κίνηση του μαέστρου Μαυρουδή– πέφτει ένα χιόνι όχι με νιφάδες, αλλά με λέξεις παράξενες και αινιγματικές, που στρώνουν την παρηγορητική λευκότητα του χρόνου και της μοναξιάς.
Όμως, κάθε φορά που τη σηκώνει, εκτός από εικόνες κινητοποιεί και ήχους, σαν από παλιό μαγνητόφωνο, και ακούγεται η φωνή: «Δεν φανταζόμουν ότι ο θάνατος αφάνισε τόσο πολλούς».



Εικόνες: Paulo Ventura

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Henri Beyle



Διαβάζω για δύο ταξίδια του Σταντάλ στην Ιταλία, (1800) όπως έχουν αποδοθεί στο «Αίσθημα Ιλίγγου» από τον Γερμανό συγγραφέα W.G Sebald (1944-2001). Έφυγε κι αυτός από ένα τραγικό τροχαίο, όπως ο Καμί. Ανάμεσα στα ζητήματα που απασχολούν τον πενηντάχρονο Σταντάλ είναι αυτά της μνήμης, όταν στις σημειώσεις του προσπαθεί να ανασύρει από το παρελθόν γεγονότα. Για μερικά, βλέπει ότι δυσκολεύεται, ενώ άλλα αποδίδονται με ασυνήθιστη σαφήνεια. Κάποτε αμφιβάλλει ακόμα και για πράγματα που έχει ο ίδιος σημειώσει (σε μια ναπολεόντεια εκστρατεία στη βόρεια Ιταλία) διότι, μας λέει, «τα πράγματα είναι πάντα διαφορετικά». Δοκίμασε όμως μια βαθιά απογοήτευση βρίσκοντας κάποτε μια γκραβούρα της πόλης Ivrea, «και αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η εικόνα της δικής του ανάμνησης απ' την πόλη δεν ήταν παρά η απεικόνισή της σ' αυτή τη γκραβούρα που είδε». Γι αυτό, συμβουλεύει, δεν πρέπει να αγοράζουμε γκραβούρες με ωραίες εικόνες που βλέπουμε στα ταξίδια. Σύντομα η γκραβούρα καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο της ανάμνησης. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι την καταστρέφει.

Αποσπώ αυτές τις σκέψεις από το συγκεκριμένο βιβλίο, διότι μου φαίνεται ότι συνομιλούν, κατά κάποιο τρόπο, με το βιαστικό σχόλιό μου για την 21η Απριλίου. Πόση ακρίβεια διαθέτουν τα πράγματα που έχω συγκρατήσει από εκείνη τη μέρα; Η εντύπωσή μου γι' αυτά είναι η εικόνα τους; Οπωσδήποτε όχι. Μεταφέρω κάτι που έχει φτιαχτεί από την ανεξιχνίαστη ζύμωση δεκαετιών. Καταλαβαίνω πολύ καλά αυτή την επεξεργασία. Είναι προσωπική και πολύτιμη. Ανεξάρτητα απ' την ακρίβειά της, την αλήθεια της, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας της. Με το παράδειγμα της γκραβούρας, ο Σταντάλ μάς λέει ότι είναι απείρως σημαντικότερη από την πραγματική εικόνα. Μου αρέσει η σκέψη κι ας μην συμφωνώ απολύτως. Θεωρώ ότι χωρίς τις φωτογραφίες μας από τους τόπους που είδαμε, και κυρίως τις λεπτομέρειές τους, θα είχαμε μόνο μια θαμπή και ανεξέλεγκτη εντύπωση. Αυτήν που όλοι οι κάποιας ηλικίας ξέρουμε, και κάνει τον παλιό κόσμο, τους τόπους και τα πρόσωπά του, να μοιάζουν πιο πολύ με διάθεση. Θα ήταν τελεσίδικα χαμένα χιλιάδες πολύτιμα πράγματα που συναντήσαμε και θα έμενε ακατάγραπτος πολύς χρόνος χωρίς τη μαρτυρία τους. Τώρα που βάζω μια τάξη στα παλιά φιλμ και ξαναβρίσκω μέρες και κινήσεις που σχεδόν αγνοώ, αξιολογώ θετικά την αιχμαλωσία του αντικειμενικού από την εικόνα. Την χρειαζόμαστε, όπως χρειαζόμαστε την αυθαίρετη εντύπωση που φτιάχνει τον ανύπαρκτο ή τον παραμορφωμένο και ελάχιστα πιστό κόσμο τού παρελθόντος μας. 

W.G. Sebald, «Αίσθημα ιλίγγου». εκδ, Αγρα.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Το σπιρτόκουτο



Συχνά δεν βρίσκω ούτε τα κλειδιά μου για να βγω από το σπίτι, υπάρχουν όμως μέρες που με κυνηγούν οι πιο απίστευτες συμπτώσεις. Έτσι, σήμερα, 21η Απριλίου, βρήκα στο παζάρι του Θησείου το σπάνιο πια σπιρτόκουτο της Επταετίας. 50 λεπτά. Ο αλλοδαπός που το είχε δεν ήξερε ούτε τι ήταν ούτε τη σπανιότητά του. Στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, για να καλύψουμε το σύμβολο στην επιφάνειά του, συχνά κολλούσαμε ισομεγέθεις φωτογραφίες από εφημερίδες, έναν Κίσινγκερ, έναν Αλέν Ντελόν. Δεν θα θυμόμουν τη σημερινή ημερομηνία, χαμένη κάτω από τις αλλεπάλληλες επιστρώσεις των γεγονότων. Μόνον όταν κάτι σχετικό βρεθεί μπροστά σου, ή κάποιος σε πληροφορήσει, επιστρέφουν οι ανεξίτηλες εγγραφές. 


Σαν σήμερα, πρωί Παρασκευής, απ' το τρανζίστορ που είχα πάντα στο μαξιλάρι μου, άκουσα μοισοκοιμισμένος την άρση κάποιων άρθρων του Συντάγματος. Ξύπνησα υποθέτοντας ότι πρόκειται για ιστορική αναδρομή στη δικτατορία του Μεταξά. Σε λίγα λεπτά, αλίμονο, ήξερα τι είχε συμβεί. Απ' το απέναντι μπαλκόνι, τρία μέτρα από το δικό μου (ζούσα σε ένα στενό δρομίσκο, παράλληλο της Πατησίων) βγήκε ο κύριος Ανδρέας, ένας ευγενής ηλικιωμένος ομοφυλόφιλος που ζούσε με την αδελφή του, και με παρακάλεσε να πάω για προμήθεια ψωμιού. «Μπορεί να μείνουμε για μέρες στα σπίτια μας», είπε ανήσυχος. «Δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία». «Τι θα κάνουμε;».


Ήμουν υποψήφιος φοιτητής εκείνο το χρόνο. Έφτασα πεζός στο κέντρο. Για πληροφορίες, όχι για ψωμί. Ανεβήκαμε στα γραφεία της Ενώσεως Κέντρου που παρέμεναν ανοιχτά (γωνία Ακαδημίας και Ομήρου). «Τίποτε», μας είπε κάποιος φοιτητής. «Έκανε κίνημα το Ναυτικό, αλλά είναι ζήτημα ημερών, μη φοβάστε. Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας». Πιο κάτω ορισμένοι μάς βεβαίωσαν ότι πρόκειται για μια κίνηση του στρατού, που όμως δεν την εγκρίνει ο Κωνσταντίνος. Ένας ηλικιωμένος κύριος που με πλησίασε, μου είπε χαμηλόφωνα «τους έπιασαν στον ύπνο», φράση που δεν κατάλαβα, αλλά εξήγησε ότι εννοεί τους πολιτικούς. Στη στοά της Όπερας (Ακαδημίας), όπου βρίσκονταν οι εκδόσεις Θεμέλιο, έχω την εντύπωση ότι είχαν ανοίξει και γέμιζαν ένα φορτηγό με βιβλία. Πριν λίγους μήνες, μόλις πολιτογραφημένος Αθηναίος, είχα παρακολουθήσει εκεί την παρουσίαση του «Ζ». Για ώρα έβλεπα απ' το πεζοδρόμιο με δέος. Ο Βασιλικός με ένα καφέ δερμάτινο σακάκι υπέγραφε το βιβλίο του και περνούσαν οι αγοραστές για μιαν αφιέρωση. 



Προσπαθώ μάταια να θυμηθώ διάφορες άλλες λεπτομέρειες. Πόσο κράτησε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, για πόσες μέρες έμεινα χωρίς τηλέφωνο, τι καιρό είχε εκείνη την Παρασκευή, πότε εξαφανίστηκαν απ' τους δρόμους τα τανκς, και ακόμα τι ακουγόταν στο ραδιόφωνο τις μέρες που ακολούθησαν; Δεν ξέρω το λόγο, αλλά οι εγγραφές είναι επιλεκτικές. Με την ανεξιχνίαστη συμπεριφορά που έχει η μνήμη, μια σειρά από γεγονότα και εικόνες βλέπω ότι έμειναν ακατάγραπτα. 



Από μια ηλικία και μετά, τα ιστορικά γεγονότα είναι απλώς (ή κυρίως) δείχτες. Σημάδια χρόνου. Αλλάζει το βάρος τους. Το νόημά τους γίνεται προσωπικό. Ό,τι κι αν έχει συμβεί, και οι πιο κρίσιμες ή βάναυσες επέτειοι, είναι κυρίως μαρτυρίες, αναδρομή, αναφορά μνήμης. Η προσωπική ιστορία έχει κερδίσει κατά κράτος την προτεραιότητα από την άλλη, πρωταγωνιστεί η δική της μοίρα. Μάταια θα προσπαθούσε να συνεννοηθεί εκείνη η μέρα με τη σημερινή. Σοφότεροι και συσπειρωμένοι στον εαυτό μας, αλλάξαμε γωνία θέασης, ιδέες, κριτήρια. Δώσαμε διαφορετικό νόημα στο χρόνο. Είμαστε πια άλλοι.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Μπροστά σε ένα επιτύμβιο



Σήμερα, ελεύθερα τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι. Πρόλαβα τα αρχαιολογικά των Αθηνών και του Πειραιά. Στο πρώτο η κίνηση ήταν μεγάλη, μοιρασμένο το κοινό, αυτόχθονες και αλλοδαποί. Ένα καινοφανές στοιχείο πουεντυπωσίαζε τον επισκέπτη ήταν οι νέες φυσιογνωμίες φυλάκων στις γωνίες των αιθουσών. Δεν δυσκολευόσουν να αναγνωρίσεις τα πρόσωπα που είχαν μεταταγεί από τον ΟΣΕ, τον ΗΛΠΑΠ και τον ΗΣΑΠ, είτε από την αλογοουρά είτε από τη συχνή χρήση του κινητού. Έκανα ώρα για να πληροφορηθώ πού βρίσκονται τα αντικείμενα από τη μάχη του Μαραθώνα, που ήθελα να τα δω γιατί χρειαζόμουν πληροφορίες για ένα κείμενο. Με έστελνε ο ένας στον άλλον, άλλαζα αίθουσες χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου στο τέλος βγήκα πάλι στην είσοδο. 

Από εκεί με έστειλαν σε μιαν αίθουσα, αλλά αφορούσε δυστυχώς, τη μάχη των Θερμοπυλών. Προσπάθησα να μην απογοητευθώ, με τα πολλά βρήκα το χώρο αλλά, τι ατυχία, με πληροφόρησαν ότι «ελλείψει φυλάκων, σήμερα είναι κλειστή». Πήγα να δω στη συνέχεια το ναυάγιο των Αντικυθήρων, με τον περίφημο μηχανισμό. Για μια ακόμα φορά η μειωμένη μου αντίληψη για τον πρακτικό κόσμο με πρόδωσε. Δεν κατάλαβα τίποτε για τον αρχαίο υπολογιστή και έφυγα. Έτσι πέρασα μία ώρα στην πτέρυγα με τα περίφημα Επιτύμβια, βγάζοντας φωτογραφίες τα ανάγλυφα, που οι αναφορές τους έχουν πια λειανθεί μετά από αιώνες και απέναντί σου έχεις μόνο εικαστικά αντικείμενα, ασύνδετα και ξένα με τα πρόσωπα, το θάνατο και τη μνήμη τους. 

«Τελικά το βρήκατε;» με ρώτησε ένας ευγενικός μεταταγμένος φύλακας. «Το βρήκα, αλλά είναι κλειστό». «Συγγνώμη, εγώ δεν ήξερα περισσότερα. Έχω έρθει από αλλού», μου είπε. Είχα σταθεί μπροστά στο επιτύμβιο της Χαιρεστράτης, που την αποχαιρετά ο σύζυγός της, Λύσανδρος. «Περίεργο», σκεπτόμουν, «την περασμένη φορά που το είδα, στα πόδια τής Χαιρεστράτης υπήρχε ένας σκύλος που κοιμάται. Το σημείωσα, μάλιστα. Τώρα βλέπω πως δεν υπάρχει σκύλος, αλλά ο σύζυγος της δίνει ένα πουλί. Ο σκύλος ήταν το αυτονόητο σύμβολο της καθημερινότητας. Παντού στα επιτύμβια υπάρχουν σκύλοι. Το πουλί, τι άραγε είναι;» 

«Να βάλουμε μυαλό!», μου ψιθύρισε ο μεταταγμένος υπάλληλος, καθώς προσπαθούσα να εξηγήσω γιατί θυμόμουν τη νεκρή με σκύλο στα πόδια, και, κυρίως, γιατί συγκρατώ τόσο συχνά λανθασμένες λεπτομέρειες από εικόνες, κείμενα και ταινίες. Με τόση πειθώ, μάλιστα, ώστε να έχω γράψει τρομερές ανακρίβειες, που μου επισημαίνουν μετά από καιρό άλλοι, αργά πλέον. «Μικρά κόμματα, ψήφο σε μικρά κόμματα», συνέχισε σκύβοντας στο αυτί μου. «Να τιμωρηθούν, να ταπεινωθούν. Και να ξεφορτωθούμε το κουρελόχαρτο». «Μετά;», τον ρώτησα, έχοντας μετανιώσει αμέσως που έδινα συνέχεια στη συζήτηση. «Μετά... Μετά θα έρθει ο Ρώσος. Δεν χανόμαστε». Κοιταχτήκαμε για λίγο σιωπηλοί. Κατάλαβα ότι, σ' εκείνη την αίθουσα του αρχαίου πένθους, περίμενε να εκμαιεύσει την άποψή μου για τις προσεχείς εκλογές, να μάθει τις διαθέσεις μου. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει σιωπηλός, περιμένοντας. Έβγαλα μιαν ακόμα φωτογραφία και τον χαιρέτισα βιαστικά, θέλοντας να προλάβω ανοιχτό το μουσείο του Πειραιά. «Για τον Καμμένο, τι λέτε για τον Καμμένο;», πρόλαβε να μου πει ενώ απομακρυνόμουν. Ήταν ένα ερώτημα εμφανώς κρίσιμο για τις προσδοκίες του. Ίσως περισσότερο απ' όσο το δικό μου για τον ανύπαρκτο σκύλο στο επιτύμβιο.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Το παλιό σημειωματάριο



Απ' το παλιό σημειωματάριο διασώζουμε ορισμένες καταγραφές, κυρίως σκέψεις που θεωρούμε εκμεταλλεύσιμες για μελλοντική χρήση. Πέταξα σήμερα έναν από τους ημεροδείκτες του 2010. Ορισμένες σημειώσεις απ' όσες μετέγραψα είναι δικές μου, άλλες διακρίνω ότι προέρχονται από ξένη ανάγνωση.


Ι α ν ο υ ά ρ ι ο ς, 2010: «But old folks, many feign as they were dead» («Ρωμαίος και Ιουλιέτα»). «Οι φόβοι μας δεν είναι το κύριο μέρος της ιστορίας μας;». «Η μνήμη είναι η ψυχή των γεγονότων». «Κριτική: εκδίκηση της διάνοιας απέναντι στο έργο» (προσέγγιση που υφολογικά μου θυμίζει περασμένο αιώνα). «Η συνηθέστερη νεοελληνική έκφραση αλτρουισμού: Ο ρόλος εκείνου που προσφέρεται στο λεωφορείο να χτυπήσει το εισιτήριο των άλλων».

Φ ε β ρ ο υ ά ρ ι ο ς, 2010: «Στιγμή που θα αποκτήσει αξία στο μέλλον, σαν μια καλά επιλεγμένη μετοχή» (στίχος από το βιβλίο μου «Τέσσερις Εποχές»). «Το μόνιμο θάμβος μπροστά στο παράδοξο της μακροβιότητος». «Η λέξη σβήνει το πράγμα και βάζει στη θέση του μιαν άυλη ουσία». «...έρωτας προς τα απόντα». «Τα τεράστια γυναικεία εσώρουχα, στη λαϊκή, έχουν μιαν εδεμικής καταγωγής αθωότητα». «Πώς είναι δυνατόν μια μεταποιμενική κοινωνία να έφτιαξε το σαρκαστικό για τον εαυτό της γνωμάτευμα "Δώσε θάρρος στον χωριάτη να ανέβει στο κρεβάτι"»; 

Μ ά ρ τ ι ο ς, 2010: «...διαπιστευτήρια ευαισθησίας». «Τα "Ήταν", που απέναντί τους τώρα φοβόμαστε ή ρεμβάζουμε». «...όπως κάποιοι οραματιστές, στην Τήνο του '50, που εκστόμιζαν ξαφνικά μιαν εικόνα μαγικής ομορφιάς». 

Α π ρ ί λ ι ο ς, 2010.: ...«ο οφθαλμίατρος έβαλε στην αίθουσα αναμονής Τρίτο Πρόγραμμα όταν είδε πως περιμένει ο συγγραφέας». «...διότι δεν φτιάχνει πάντα ποιήματα η ποίηση». «...να πάψω να κάθομαι μέσα μου». «...ο μυστικισμός τού μοναχικού, που περιέρχεται το άδειο καλοκαιρινό άστυ». «Μόνον δίνοντας νόημα σε ό,τι κοιτάζω σημαίνει ότι βλέπω». 

Μ ά ι ο ς, 2010: «Το αίσθημα του ιερού κατάγεται από το φόβο του χρόνου». «Ύστερα, μιαν ωραία ημέρα, εκείνη δεν ξανάρθε πια κι αυτός δεν κατάφερε να μάθει τίποτε για εκείνη» (η τελευταία φράση από την "Καρδιά", διήγημα του Γκοφρέντο Παρίζε). «"Στα κείμενά σου μπορώ να βρω όποιο συνώνυμο δυσκολεύομαι να ανακαλύψω", είπα στον Ευγένιο Α. "Αυτό θάθελα να το γράψεις", μου απάντησε, δείχνοντας κολακευμένος. "Μα είναι σαν ο Θεός να ζητάει από έναν συνθέτη με βαθιά πίστη να κάνει πιο κατανυκτικό ένα Credo", είπα με ετοιμότητα που συνήθως δεν έχω». «...όπως το δάσος είναι ανύποπτο για το πριονιστήριο» (στίχος από ανέκδοτο ποίημα). «"Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας": μια αρλούμπα που θαυμάζεται, ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί. Θέλετε ένα ποίημα για την ομορφιά και έναν πραγματικό ήρωα; "Φληβάς, ο Φοίνικας", του Έλιοτ. Αφορά έναν ωραίο πνιγμένο, αλλά κυρίως (κυρίως!) την ανθρώπινη μοίρα».

Ο κ τ ώ β ρ ι ο ς, 2010: «Ανισότιμες εικόνες του ταξιδιού. Κάποιες με βάρος υπαρκτικό, ας πούμε, κονιορτοποιούν τις υπόλοιπες. Ο γεράκος με την υπερβολική κύφωση που κατευθύνεται αργά στη γωνία του εστιατορίου (Βιέννη). Η εμφανής, φιλάνθρωπη συγκατάβαση του σερβιτόρου και του ιδιοκτήτη. Λίγο πριν φύγω μού απευθύνει το λόγο. "Από πού είστε;" Ο προθάλαμος του τέλους, ζωγραφισμένος μ' αυτή την ευγένεια και την ...(δυσανάγνωστο)».

Ν ο ε μ β ρ ι ο ς, 2010: «Τα κουαρτέτα του Ντεμπισί κρατούν ακόμα, αλλά μετά βίας, έναν ιστό. Είναι στο όριο να διαρρήξουν και να χάσουν τη συνοχή του μουσικού ήχου».

Πετάω με τις σελίδες του ημεροδείκτη άπειρες σημειώσεις: ραντεβού, πληρωμές, αριθμούς τηλεφώνων, κωδικούς, ηλεκτρονικές και ταχυδρομικές διευθύνσεις. Παρά λίγο να μου ξεφύγει αυτή η υπέροχη ρωμαϊκή φράση που έχω σημειώσει. Είναι αρχή και τέλος κάθε νεωτερικότητας. Αφορά την α ν ά γ ν ω σ η και το έργο. Δεν θυμάμαι και δεν ψάχνω τώρα την καταγωγή της: «Uuem recitas meus est, o Fidentine, libellus. Sed male cum recitas, incipit esse tuus». Ήτοι (αν έχω γράψει και μεταφράζω σωστά) «Το βιβλίο που διαβάζεις είναι δικό μου. Όταν όμως το διαβάζεις λάθος αρχίζει να σου ανήκει».

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Aestheticism




Βιλιέ ντε λιλ Αντάμ: «Να ζήσουμε; Μα αυτό θα το κάνουν οι υπηρέτες μας». Ιδού μια χαρακτηριστική φράση του πιο ακραιφνούς Αισθητισμού, που θεωρεί κάθε πρακτική κίνηση, ακόμα και τη ζωή, δεύτερης τάξεως γεγονός. Που θεωρεί, ακόμα, ότι η μόνη αξία για τον αισθητικό άνθρωπο είναι εκείνο που πλησιάζεται αποκλειστικά εν πνεύματι τέχνης. Διαβάζοντας σήμερα το πρωί τον «Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες», ανακάλυψα μιαν ανάλογη σκέψη του Ιουλίου Βερν. Η ομοιότητα είναι εντυπωσιακή, η φράση το ίδιο χαριτωμένη στην σαρκαστική υπερβολή της. Ο κύριος Φογκ, έχοντας ξεκινήσει από το Παρίσι, έφτασε στο Σουέζ στις 9 Οκτωβρίου. «Ζήτησε να του φέρουν να φάει στην καμπίνα του. Ούτε καν πέρασε απ' το μυαλό του να δει την πόλη. Ήταν από τους Άγγλους εκείνους που στέλνουν τον υπηρέτη τους να δει εξ ονόματός τους τις χώρες απ' όπου εκείνοι περνούσαν».


Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Il primo libro d' Italiano



Νομίζω ότι το βιβλίο που βρήκα σήμερα είναι σπάνιο και πολύτιμο, κυρίως όμως μνημείο μιας εποχής. Ο τίtλος του είναι Il primo libro d' Italiano per le Scuole delle Isole Jonie.Έχει εκδοθεί το 1942 (20ό έτος με την φασιστική αρίθμηση) και είναι γραμμένο από tην καθηγήτρια Ida Zambaldi, γυμνασιάρχη στο γυμνάσιο θηλέων της Κέρκυρας. Στην τελαυταία σελίδα αναφέρεται η 10η Οκτωβρίου του '42, ως ημέρα εκτυπώσεως από το τυπογραφείο San Marco της Κέρκυρας.

Σχέδια με φτωχή, στοιχειώδη αισθητική (βιβλία της προπολεμικής περιόδου από την Ιταλία που έχω, είναι έργα τέχνης). Κεφάλαια με διάφορα θέματα από τη φύση, την οικογένεια, την κοινωνία (Τα άνθη της ανοίξεως, τα χρώματα, το λεμόνι το πορτοκάλι, και ανάμεσα, εμβόλιμη η φράση του Μουσολίνι «amate il pane, cuore della casa, profumo della mensa, goia dei focolari». Μετά οι προθέσεις, οι συζυγίες, οι χρόνοι της οριστικής, το κεφαλαιώδες ρήμα essere και η χρήση του avere. Ακολουθούν πάμπολες ενότητες. η ενότητα για το σπίτι (τα δωμάτια και τα έπιπλα, το δωμάτιον της διαμονής (la stanza di soggiorno), La cucina, εργασίες της κουζίνας, φαγητά. Και πάλι ρήματα, ανώμαλα της πρώτης συζυγίας, της δεύτερης και ακολουθούν άλλα σύντομα πάντα κεφάλαια: Σώμα, Καλές τέχνες, Ζώα και Έντομα, φυτικό βασίλειο, το σύμπαν. 

Λίγο μετά, η Ιταλία συνθηκολογεί και οι στρατιώτες της στα Ιόνια έχουν τη γνωστή δραματική μοίρα. Κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλίο που έβαζε τις βάσεις της γλωσσικής παιδείας, με την πεποίθηση ότι μεταπολεμικά τα νησιά θα έμεναν υπό τον έλεγχό της. Τα κεφάλαια των τελευταίων σελίδων, πιο σύνθετα, με ιστορίες, παροιμίες, αποσπάσματα μεγάλων συγγραφέων, θα τα είχαν διαβάσει, υποθέτω, ελάχιστα παιδιά. Τον Ντ' Ανούντσιο, τον Μαντσόνι, τον Δάντη μόλις θα πρόλαβαν να τους διδάξουν. Το βιβλίο δεν έχει σημειώσεις. Ίσως δεν είχε χρησιμοποιηθεί. Στη σελίδα 167 ίσως ελάχιστοι θα πρόσεξαν, και ακόμα πιο λίγοι θα προσέγγισαν, το Δαντικό απόσπασμα από το Purgatorio VII-v,1-6: Tramonto (Δύσις)

Ήταν πια η ώρα που ξυπνάει 
στους θαλασσινούς ο πόθος 
και μαλακώνει την καρδιά τους η θύμηση της μέρας 
που αποχαιρέτισαν τους αγαπημένους φίλους.
Τον νέο ταξιδιώτη τσιμπά με αγάπη,
όταν ακούει την καμπάνα να αντηχεί, 
λες και κλαίει τη μέρα που πεθαίνει