Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΙΑ


[Φθινόπωρο 2006]

Αγαπητέ μου Κώστα Μαυρουδή,

Σ’ ευχαριστώ για τη Στενογραφία σου, από τα ελάχιστα βιβλία που διάβασα με έκπληξη και με συμμετοχή από την αρχή ως το τέλος. Μου φαίνεται σαν μια αισθητική ένσταση στον «κόσμο», αποσπασματική και αμέθοδη, αλλά γι’ αυτό πιο ελεύθερη, δυναμική και εύστοχη.

(Με την ευκαιρία: Δεν συμφωνώ με την κρίση τού –στοχαστικού κατά τα άλλα– Γ. Καρυπίδη περί «μισανθρωπίας» ή «δυσπιστίας στον άνθρωπο». Δεν βρίσκω, ας πούμε, την υποχονδριακή άρνηση, την υπαρξιακή αλλεργία και την ανάπαυση στην ήττα ενός Cioran. (Έχετε μόνο μια σκέψη σχεδόν ταυτόσημη). Νομίζω ότι αυτού του είδους η ιδεολογική ανάγνωση [Καρυπίδη] βασίζεται σε μια υπόγεια ταύτιση ανθρωπισμού και θετικισμού, τουλάχιστον... Η αισθητική άποψη είναι βέβαια εκ φύσεως αριστοκρατική, εφόσον, όχι μόνο προϋποθέτει ειδική καλλιέργεια, αλλά έχει να κάνει και με την υπέρβαση.)

Συνοψίζοντας την ευστοχία των λέξεων του βιβλίου, ο τίτλος Στενογραφία είναι και ακριβής και αμφισημικός. Ίσως ο αφορισμός, όπως λες, να κρύβει τη νοσταλγία του πολυσέλιδου έπους, αλλά πολλά πολυσέλιδα έπη δεν περιέχουν καν τη νοσταλγία ενός επιγράμματος.

Κατά σύμπτωση, πριν από τη Στενογραφία, φυλλομετρώντας τα Minima moralia του Αντόρνο, είχα σημαδέψει μια σκέψη του για την ουσία («κεντρική σκέψη», τη λέει), που κινδυνεύει να ξεχαστεί από τον ίδιο τον συγγραφέα (της): Όποιος θέλει να εκφράσει κάτι, είναι τόσο συγκινημένος από αυτό, ώστε αφήνεται να παρασυρθεί χωρίς να σκέφτεται. Υπερβολικά προσηλωμένος στον σκοπό του, «αφηρημένος», ξεχνάει να πει αυτό που θέλει να πει. (αρ. 51) Και ενθαρρύνει τις «διαγραφές»: Η έκταση δεν έχει σημασία και ο φόβος μήπως δεν έχουν γραφεί αρκετά είναι παιδαριώδης. (αρ. 52)

Εδώ όμως η ουσία είναι πέρα από τη συγκέντρωση και τη σαφήνεια. Μπροστά σε πολλά από τα δικά σου «Στενογραφικά» είχα την εντύπωση ότι βρίσκομαι μπροστά από μια «αλήθεια» που γίνεται, δηλαδή υπάρχει από τη στιγμή που συντάσσεται, επειδή λέγεται έτσι ή, τουλάχιστον στεριώνεται με τη μοναδική λέξη ή με μια εικόνα ανεπανάληπτη. Όπως λ.χ. η σύλληψη του ιδεαλισμού με την εικόνα του κενού του δοχείου, την αφαίρεση που η υλικότητα [...] απλώς την περιβάλλει κάνοντας εμπράγματη την ασύστατη έννοια.

Και αντίστροφα της συντομογραφίας: θα έλεγε κανείς ότι η Στενογραφία διευρύνει τη χωρητικότητα της πνευματικής εμπειρίας δίνοντάς της ύψος. Ποίηση. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάτι πιο ποιητικό για τη συνειρμική νοσταλγία από το μικρό σημείωμα για το Castelfidardo. Και πράγματι δεν έχω συναντήσει τελευταία πιο αισθητική ανατροπή από εκείνη της λαχτάρας της αθανασίας που μετριάζεται από το ενδεχόμενο του συγχρωτισμού με τον Ζουράρι και τον Γιανναρά να ξεσκονίζουν δίπλα σου τα φτερά τους...

Υπάρχει όντως αισθητισμός – οι Δεκατρείς θέσεις για τον εστέτ είναι μάλλον 113, ίσως όλα, ή σχεδόν, είναι θέσεις από, προς και περί του εστέτ, ή μάλλον για την αισθητική διάσταση της ζωής.

Μερικές, λίγες, είναι απλώς ευρηματικές όπως εκείνη για τον εστέτ πειρατή (με αντιπαροχή την αναπάντεχη εικόνα) ή μια άλλη για το άλλοθι της ρέγγας. (Αν διέγραφα μία, θα ήταν αυτή.) Οι περισσότερες είναι πραγματικά πρωτότυπες έως εκπληκτικές συλλήψεις, διεισδύσεις στην αναισθητική αγωγή και υπονομεύσεις της, είτε εισάγουν την αισθητική αρετή σα νέα διάσταση. Μια τέτοια είναι η σύγκριση των αναστάσεων Λαζάρου-Ιησού από άποψη «αισθητικής οικονομίας».

Το ότι η αισθητική είναι αριστοκρατία εξ αίματος και όχι φιλολογικός νεοπλουτισμός δεν θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα από τον τρόπο που το λες, ερμηνεύοντας την ανταπόκριση του πλήθους στην τέχνη ως συγκινητική παρανάγνωση ή εν παραβολαίς αλλού, με τον Μαλλαρμέ, τον Υσμάν κλπ. Υπάρχει όμως και η αισθητική που δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί από καμιά θεωρία, μόδα, υλικότητα: Ο στίχος είναι μια είδηση που έχει πάντοτε σημερινή ημερομηνία. (και αυριανή). Γιατί δεν περιχαρακώνεται, αλλά κάνει τη γέφυρα με την εξω-αισθητική πραγματικότητα.

Το ίδιο εύστοχες είναι οι διεισδύσεις στα «μυστήρια» της αφήγησης και της λογοτεχνίας, γενικά. Δεν θα συνεχίσω την αντιγραφή. Μα δεν μπορώ να μην υπογραμμίσω την αναπαράσταση της αυνανιστικής αυτοαναφορικότητας με τοπαράδειγμα από το νερό που λούζεται ή τον αέρα που παίρνει βαθιές ανάσες.

Έχω, καθ’ έξιν, ολίγες μικρο-ενστάσεις και, το χειρότερο, τη μανία να τις λέω. Δεν νομίζω ότι ο δεξιοτέχνης του ακαριαίου γίνεται δεκτός με αίσθημα απολαύσεως μόνον αν η αλήθεια του συναντηθεί με την άποψή μας. Συχνά συμβαίνει το αντίθετο, καθώς το ακαριαίο λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός, είτε η παραδοξότητα μιας σκέψης και η ποιητική της μας κυριεύουν ως Δούρειος ίππος, αντίθετα από τη θεωρητική ανάπτυξη κατά μέτωπον. Προσωπικά, ας πούμε, με απωθεί η μελαγχολική σκέψη τής σελ. 128 αλλά με παρασύρει η αναπαράσταση. Συμπληρωματικά: ο υπαρκτός σοσιαλισμός μόνο αντίληψη της εξουσίας ως κοινωνικής πρόνοιας δεν παράστησε πως ήταν, ούτε οι άλλοι ολοκληρωτισμοί την εφεύραν. Είχαν μέσα λυσιτελέστερα.

Η μελαγχολία κυριαρχεί βέβαια όταν ατενίζει κανείς το ηλιακό ρολόι (σπουδαία εικόνα) και ό,τι επισκιάζει την προπέτεια. Η μελαγχολία των «Σκιών» (η φιλοσοφική) μπορεί και να χαμογελάει μπροστά στη ρηχότητα. Ή τουλάχιστον, κάνει ηρεμότερο το ρίγος.

Ένα είναι βέβαιο. Η Ποίηση προέχει.

εικόνα: John La Farge

Δεν υπάρχουν σχόλια: