Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ


[Όταν ο παρατηρητής προβάλλει αδιάκοπα στο περιβάλλον του την πίστη του στην αξία της αισθητικής], Ελευθεροτυπία, 2006.

Τι ακριβώς είναι το καινούριο πόνημα του Κώστα Μαυρουδή; Η γραφή του μοιάζει να συναιρεί τα πιο διαφορετικά στοιχεία και είδη: δοκίμιο, ημερολόγιο, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, καθώς και ποίηση ή απόφθεγμα, που μπορεί να εκδηλώνονται με τη μορφή μιας ενιαίας και κατά κανόνα εξαιρετικά σύντομης αφηγηματικής ενότητας, αλλά και να εμφανίζονται ως λεζάντες και παραπομπές ή υποσημειώσεις. Σκέφτομαι τα δύο αμέσως προηγούμενα βιβλία του Μαυρουδή. Στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (2000) διακρίνουμε την ανάπτυξη μιας ποιητικής πρόζας με καθαρώς εξωτερική όραση: η αφήγηση ξεκινάει από τόπους, αντικείμενα και πρόσωπα που πέφτουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο μάτι του παρατηρητή, κατά τη διάρκεια διάφορων περιηγήσεών του, για να οδηγηθεί σταδιακά στον εσωτερικό του κόσμο και να αξιοποιήσει τα ποικιλότροπα μνημονικά του αποθέματα. Στην Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (2001) η ρότα είναι μάλλον ανάποδη: ο αφηγητής εκκινεί από μια στάσιμη και σταθερά αμετακίνητη κατάσταση, τοποθετημένη σε κλειστό σύστημα και με έντονα από την πρώτη στιγμή τα αποτυπώματα της μνήμης, για να περάσει βαθμιαία στις εξωτερικές, πέραν των ορίων του υποκειμένου, αναφορές του.

Μακριά από τη μνήμη

Στη Στενογραφία δεν παρακολουθούμε καμία κίνηση προς τα μέσα ή προς τα έξω, ενόσω η μνήμη λειτουργεί μόνο ως αρχείο γνώσεων και πληροφοριών, μακριά από την οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαμόρφωση των αισθημάτων του αφηγητή. Η Στενογραφία τείνει σε μια αρχική προσέγγιση να ταυτιστεί περισσότερο με το δοκίμιο, αναθέτοντας μόνον επικουρικό λόγο στα υπόλοιπα είδη ή υποείδη τα οποία στεγάζει. Είναι, όμως, έτσι ακριβώς τα πράγματα; Τι θέλει πρωτίστως να πραγματευτεί στο ανά χείρας βιβλίο του ο Μαυρουδής; Μα, τη σχέση τού συγγραφέα όχι μόνο με τη λογοτεχνία και την τέχνη ειδικώς, αλλά και ευρύτερα με το περιβάλλον του, όπως το αντικρίζει και το κατανοεί καθημερινά. Βεβαίως, περιβάλλον για τον Μαυρουδή δεν σημαίνει κάτι απόμακρο και κάπως συμβολικό, όπως μπορεί να είναι, φέρ’ ειπείν, οι πολιτικές σχέσεις και τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά αντιθέτως ένας απτός και οικείος υλικός χώρος, ο οποίος προκαλεί το βλέμμα να τον ερμηνεύσει επί τη βάσει μιας δέσμης αλλεπάλληλων φορτίσεων. Και εννοείται ότι οι φορτίσεις σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχουν προγραμμένες στον χώρο, αλλά παράγονται από το βλέμμα κατά την ώρα της περιφοράς του.

Είναι, νομίζω, φανερό πως μιλάμε για το βλέμμα ενός εστέτ: ενός συγγραφέα για τον οποίο ο κόσμος είναι άκρως υλικός και εντελώς χειροπιαστός μόνο υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να γίνει αντιληπτός ως ένα αισθητικό όλο, ως ένα αρμονικό βάθρο από το οποίο έχει αφαιρεθεί κάθε περιττό στολίδι και το οποίο δεν αποτελεί το θεμέλιο για κανένα χρηστικό οικοδόμημα. Ο αισθητισμός δεν πιστεύει σε χρήσεις αλλά σε αξίες, και αυτή είναι η στάση του Μαυρουδή από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα του βιβλίου του. Με μία διαφορά: ότι ο αισθητισμός του μοιάζει εξαρχής υπονομευμένος: πρώτον, γιατί κατονομάζεται συνεχώς, και διά της κατονομασίας παράγεται ειρωνική απόσταση, και δεύτερον, γιατί η υψηλή, υπεράνω της πρακτικής ζωής θέση του περιορίζεται από μια φιλοσοφία φυσιολογίας, η οποία, απ’ όσο έχω κατά νου, προκύπτει για πρώτη φορά στη δουλειά και στην οπτική του Μαυρουδή: «Η κολόνια, ντύνοντας με αύρα τις λιγότερο ευγενείς εκφράσεις του σώματος, δεν υπήρξε, κυρίως, μια ματαιόδοξη οσμητική κομψότητα, όσο απάντηση στη χαμηλή αυτοεκτίμηση που τρέφουμε για τη φυσιολογία μας. Το ίδιο, κατά μία έννοια, ήταν πάντα το υπερβατικό αξεσουάρ της τέχνης, που απαντά –κι αυτό– στην ανάγκη μια εναλλακτικής φύσης. Ο άνθρωπος, που νιώθει πάντα «εγκλωβισμένος στο κορμί ενός νεκρού» και αρνείται με κάθε τρόπο να αναγνωρίσει τη φυσική τάξη, υποκαθιστά τη φευγαλέα εικόνα του με την έκφραση της διάρκειας, μέσω μιας αισθητικής ταχυδακτυλουργίας (μιας δεισιδαιμονικής πράξης στην ουσία), που διαρκεί σαν πλασματική προέκτασή του, σαν οιονεί παρουσία, επ’ άπειρον».

Το βάρος του σώματος

Το βάρος του σώματος: αυτό είναι το κεντρικό σημαίνον στον αισθητισμό του Μαυρουδή, ο οποίος εξανθρωπίζεται έτσι τα μάλα, διατηρώντας εκ παραλλήλου στον σκληρό του πυρήνα τη λατρεία για την ανόθευτη ομορφιά και την αδιαπραγμάτευτη ποιότητα. Πρόκειται, όμως, πλέον για μια ομορφιά και για μια ποιότητα οι οποίες έχουν προσγειωθεί ανεπανόρθωτα στο έδαφος της κριτικής στάσης και της υποψιασμένης ωριμότητας, ούσες γενναία απαλλαγμένες από το οιοδήποτε επιδεικτικό ή ναρκισσιστικό μοτίβο.

Κι αν ο Μαυρουδής καταφεύγει κατά βάσιν στον δοκιμιακό λόγο για να αναδείξει αυτή τη νέα συνθήκη, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στη φόρμα του να μας εξαπατήσει, όχι μόνο γιατί ούτως ή άλλως, όπως είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε και προεισαγωγικά, υπάρχει στο βιβλίο του μια ορισμένη σύντηξη ειδών, αλλά και επειδή πίσω από κάθε του φάση και κάθε του λέξη προβάλλει διακριτικά αλλά επίμονα ένα υποβλητικό ποιητικό ίχνος, που πολλαπλασιάζει αυτομάτως τον όγκο και το μέγεθος των πραγμάτων, λέγοντας κάτι πολύ κρίσιμο και για την ουσία τους – ότι εκείνο που παραμένει στο κέντρο του σύμπαντος, πέρα και πάνω από τον οιονδήποτε αισθητισμό, είναι η δύναμη της ποίησης να συλλαμβάνει αδιάκοπα και να εφευρίσκει εξαρχής το σχήμα της ανθρώπινης ύπαρξης, γεμίζοντας όλα τα πιθανά κενά του με το μαγικά ελλειπτικό της νόημα: νόημα το οποίο μόνο ποιητές σαν τον Μαυρουδή ξέρουν να ανασύρουν με τόση ευαισθησία και επιδεξιότητα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

εικόνα: Jack Vetrianno

Δεν υπάρχουν σχόλια: