Από την καθημερινή μας συγκυρία (που πάντα τη βρίσκουμε πενιχρή) επιλέγουμε, μέσω της λογοτεχνίας, τη δοσοληψία με μια λαμπερότερη συνθήκη. Όπως κάποια άγνωστα κίνητρα μας κάνουν να πάρουμε το αυτοκίνητο και να «εξαγνιστούμε» οδηγώντας μερικές δεκάδες χιλιόμετρα, κάποιες άλλες αιτίες (ένας συμπυκνωμένος νόστος για τη μ ε τ α φ ο ρ ά και το π λ α σ μ α τ ι κ ό), μας οδηγούν, μέσω του έργου, σε έναν επινοημένο τόπο, περιοχή, εν τέλει, νέου νοήματος.
Ας μην αμπελοφιλοσοφήσω, σαν να απαντούσα στο ερώτημα «Γιατί διαβάζουμε». Ας αρχίσω με την πρόθεσή μου να πω ότι η σχέση μας με το κείμενο, με την ανάγνωση της λογοτεχνίας ειδικότερα, είναι συνθήκη διαφορετική από εκείνη που μας κάνει να χρειαζόμαστε το επίκαιρο, διαφορετική απ’ την παρορμητική διάθεση να γνωρίσουμε κάτι που έχει σημασία επειδή παράγεται τ ώ ρ α και φωτίζει ένα δημιουργικό παρόν. Έτσι, μπορώ να ισχυριστώ ότι θα μου έκανε θετική εντύπωση αν έβλεπα να κρίνονται βιβλία που έχουν γραφτεί ή έχουν εκδοθεί πολλά χρόνια πριν, αν στους πάγκους των βιβλιοπωλείων στη θέση της σύγχρονης παραγωγής συναντούσα (ως αλληγορία της δ ι α ρ κ ο ύ ς νεότητας του έργου) βιβλία του Ουίτμαν, του Γκόρκι, του Τουργκένιεφ. Μ’ αυτή την έννοια μπορώ να προσθέσω, ότι πραγματικό βιβλιοπωλείο, χώρος δηλαδή ο οποίος εμπορεύεται το θαύμα ενός υλικού που παλιώνει αλλά δεν γερνά (γι’αυτό άλλωστε μας ενδιαφέρει) είναι το παλαιοβιβλιοπωλείο.
Θυμάμαι πάντα (ορισμένες αναγνώσεις διαθέτουν ανεξήγητη αντοχή) τον Χέρμαν Έσε, όταν περιγράφει την πρώτη βραδιά του ταξιδιού του σε μια γερμανική πόλη. Αφού εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο του, βγαίνει στους δρόμους για να επισκεφθεί ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Θέλει να βρει και να αγοράσει κάτι για να διαβάσει το βράδυ. Τώρα που το ξανασκέπτομαι, δεν είμαι σε θέση να βεβαιώσω αν η αφοριστική ιδέα που θα παραθέσω βρίσκεται, όπως ετοιμάζομαι να πω, στο Ταξίδι στη Νυρεμβέργη ή αν προέρχεται από κάποιον άλλο συγγραφέα (η φιλοπαίγμων ασάφεια της μνήμης!), από τον Καζανόβα του Τσβάιχ. Νομίζω, εν πάση περιπτώσει, ότι η φράση βρίσκεται στις σελίδες του πρώτου. Άλλωστε, τη θυμάμαι κατά προσέγγιση: «Να κλείνεσαι στο δωμάτιό σου και να ανοίγεις τον Πλούταρχο, περιφρονώντας τα πλήθη». Απ’ όπου κι αν την ανακαλώ (ευτυχώς, το μέσον όπου γράφω δείχνει απέραντη κατανόηση στο λάθος και στην ανακρίβεια), η συγκεκριμένη αποστροφή αποδίδει δύο από τα στοιχεία που θέλω να θίξω σ’ αυτό το σύντομο κείμενο. Τη σχέση της λογοτεχνίας μ’ έναν κόσμο που δεν έχει χρόνο και, δεύτερον, τη λειτουργία της σαν μέσον άρνησης του επίκαιρου.
Διαβάζω βιβλιοπαρουσιάσεις που εμφανίζονται σε blogs (υπάρχει μια ολόκληρη σειρά βιβλιοφιλικών, ας πούμε, blogs) που προσπαθούν, συχνά με επάρκεια, να παρακολουθήσουν την επικαιρότητα της εκδοτικής κινήσεως. Πρόκειται όμως για δραστηριότητα που ακόμα κι αν επιδιώκει να μιλήσει για σημαντικά βιβλία, μένει αφοσιωμένη σε ένα πνεύμα που την κάνει ενασχόληση ελάχιστα ανήσυχη και κινητική απέναντι στον χρόνο της λογοτεχνίας. Την καθηλώνει σαν μαρτυρία του τ ρ έ χ ο ν τ ο ς. Πίσω από τα blogs αυτά μπορεί να μου γνέφει μια γνήσια αφοσίωση στην ανάγνωση, όμως η διάθεσή τους μένει επίμονα στραμμένη σε κάτι που μοιάζει με ατζέντα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση (ακόμα κι αν τη δω ως πάθος ενημέρωσης) κινδυνεύει να ταυτίσει (στη συνείδηση του ανώριμου αναγνώστη) την ιδέα του πνευματικού με την παραγωγικότητα των ημερών του, με ένα παιχνίδι εποπτείας της αγοράς. Δεν ξέρω, αλλά από μια ηλικία και πέρα με συνόδεψε η εμμονή για αξιοκρατικές π ρ ο τ ε ρ α ι ό τ η τ ε ς. Κι αυτό, όταν κατάλαβα πως είχα δαπανήσει πολύτιμο χρόνο (vita brevis) σε μιαν αναγνωστική γυμναστική, καθώς (όπως όλοι) στρεφόμουν σε έργα συγκαιρινής μου παραγωγής, χωρίς να έχω διατρέξει αναγκαίους τόπους, τα «βιβλία» όπως λέει ο Χάζλιτ «που επέζησαν του συγγραφέα τους μετά από δύο ή τρεις γενιές». Μ’ αυτό το πνεύμα, περιηγούμενος σήμερα τα περί την λογοτεχνία blogs (ημεδαπά και ξένα) ενδιαφέρομαι περισσότερο (και θεωρώ ουσιωδέστερο) να συναντώ εκείνη τη γραμματεία (εγχώρια ή μεταφρασμένη) που μας οικειώνει με το βάθος της λογοτεχνικής ιστορίας, φέρνει μπροστά μας και ξετυλίγει έναν μεγάλο και υποβλητικό Κανόνα γραμμάτων. Πολλοί από τους αναγνώστες (κι εγώ μεταξύ τους) νιώθουν τη συγκεκριμένη σχέση ως ένα υψηλό βαθμό συνείδησης και, κυρίως, ως έναν ιδιότυπο συγχρωτισμό με το «ιερό», αφού αυτή η θαυμαστή παράμετρος της τέχνης φωτίζει τη μοίρα δύο διαφορετικών και άνισων δεδομένων : της βραχύβιας ανθρώπινης εμπειρίας και της μορφής που πραγματώνει τα όρια της Διάρκειας.
4 σχόλια:
Έχεις δίκιο. Σε παλαιότερο ποστ μου είχα αναρωτηθεί αν το κλασικό κείμενο έχει θέση στα ιστολόγια και το συμπέρασμά μου είναι ότι δύσκολα μπορεί να χωρέσει. Ωστόσο το δίκιο αυτής της θέση περιορίζεται, αν σκεφτεί κανείς ότι και τα ένθετα των εφημερίδων, αν εξαιρέσει κανείς τα αφιερώματά τους, περιορίζονται εξίσου στο τρέχον και στο επίκαιρο.
Πατριάρχης Φώτιος
Και βέβαια το πνεύμα μου αφορά τα υπόλοιπα μέσα (περιοδικά, ένθετα). Στο συγκεκριμένο κείμενο αναφέρομαι στα blogs, διότι το γράφω για το ανανωστικό κοινό τους
Αυτό που συμβαίνει με τη λογοτεχνία γίνεται πιο έντονα με το σινεμά. Στις παρέες συζητούν για τα τελευταία έργα, και όχι για τα κλασικά. Εσύ ανήκεις στις εξαιρέσεις, το ιδιο και εγώ. Για τη ζωή που μου μένει έχω σαν στόχο να διαβάσω αριστουργήματα του παρελθόντος που δεν έχω προλάβει να διαβάσω μέχρι τώρα. Ίσως και να διαβάσω κάμποσα από τα ξαναδιαβασμένα. Πάντως χάρη στα βιβλιοφιλικά blogs παίρνω μια ιδέα και για τις νέες κυκλοφορίες. Εξάλλου κάποιοι απ' αυτούς τους bloggers δικαίως θα καμαρώνουν μετά από χρόνια ότι ήταν απ' αυτούς που ξεχώρισαν το αριστούργημα που θα έμπαινε στον κανόνα και θα θεωρούνταν κλασικό. Εμείς θα το διαβάσουμε δεύτεροι, αν ζούμε μέχρι τότε. Πάντως η δική μας στάση είναι η πιο τσιγκούνικη, δεν σπαταλούμε χρόνο για τη σαβούρα, διαβάζουμε σχεδόν μόνο εκείνο που έχει πάνω του την εγγύηση του χρόνου, της βιωσιμότητας και για τις επερχόμενες δεκαετίες.
Έχεις απόλυτο δίκιο. Συμφωνώ και επαυξάνω ... αλλά να ... καμιά φορά παρασυρόμαστε ...
Δημοσίευση σχολίου