Ένα από τα δύο κείμενα του ιταλού σκηνοθέτη Ερμάνο Όλμι που δημοσιεύτηκαν στο ΔΕΝΤΡΟ (Νο 205-206).
Αζάγκο, 8 Ιουλίου 2013.
Ο χρόνος έχει τόσες διαστάσεις. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά συνήθως δεν δίνουμε σημασία. Κι όμως, μερικές φορές, πρέπει να συμβουλευτούμε το ημερολόγιο, γιατί δεν έχουμε πια καμιά συναίσθηση του πόσα χρόνια πέρασαν από ένα συμβάν που θέλουμε να ξαναθυμηθούμε. Το ίδιο μου συμβαίνει και τώρα, καθώς γράφω αυτές τις σημειώσεις και κρατώ στο χέρι ορισμένες σελίδες που βρήκα ψάχνοντας στους φακέλους όπου φυλάσσεται αυτό που ακόμη θέλει να διασωθεί.
Είναι τα σκίτσα που έκανα, μόλις δεκαεξάχρονο παιδί, έχοντας ενθουσιαστεί από "Το Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" του Ίταλο Καλβίνο. Όλα συνέβησαν από καθαρή τύχη εκείνο το βροχερό πρωινό που το ’σκασα απ’ το σχολείο και τριγυρνούσα χωρίς σκοπό στο κέντρο του Μιλάνου.
Πόσα χρόνια πέρασαν; Αμέσως κάνω το λογαριασμό: σε λίγες μέρες, στις 24 Ιουλίου, κλείνω τα 82 κι αν αφαιρέσω τα δεκαέξι που ήμουν τότε, να που πέρασαν εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια! Μια ζωή.
*
Κι όμως, ο χρόνος μπορεί να μετρηθεί και χωρίς τους αριθμούς. Υπάρχει ο χρόνος των συναισθημάτων, όταν ξαφνικά, δίχως καν να τα διεγείρεις, αρχίζουν να καλούν το ένα το άλλο και επανεμφανίζονται με εκπληκτική καθαρότητα, για να αναγεννήσουν μέσα μας συναισθήματα που είχαμε νιώσει κάποτε. Τα βιώνουμε και πάλι ύστερα από τόσο καιρό, αφού τα ξαναβρίσκουμε άθικτα ή ίσως και ζωντανότερα από την πρώτη φορά.
Να πώς έγιναν τα πράγματα. Βρίσκομαι στη Βενετία για το φεστιβάλ κινηματογράφου, εν έτει 1983. Μου είχαν αναθέσει την προεδρία της επιτροπής για ένα ειδικό βραβείο. Έφτασα στο Λίντο με μερικές μέρες καθυστέρηση, γιατί ήμουν απασχολημένος δουλεύοντας στην καινούργια μου ταινία. Για να προλάβω να δω τις διαγωνιζόμενες ταινίες, τις οποίες οι υπόλοιποι κριτές είχαν ήδη δει, έπρεπε να καλύψω το χρόνο με τουλάχιστον τρεις προβολές τη μέρα, ειδικά για μένα, στη μυθική αίθουσα Βόλπι. Ομολογώ ότι αυτή η αποκλειστικότητα δεν μου άρεσε καθόλου. Τον κινηματογράφο τον απολαμβάνεις μόνο όταν η αίθουσα είναι γεμάτη θεατές.
Το πρωί της δεύτερης μέρας, μόλις έσβησαν τα φώτα της αίθουσας (εκείνα τα δευτερόλεπτα στο σκοτάδι πριν γεννηθεί η φωτεινή ακτίνα του προβολέα), νιώθω ξαφνικά ένα θρόισμα πίσω μου. Γυρνώ και διακρίνω τη βαριά κουρτίνα που σκοτεινιάζει την είσοδο να κινείται, καθώς πίσω της βρίσκεται κάποιος που προσπαθεί να μπει. Πράγματι, μια σκιά σχηματίζεται στο σκοτάδι, προχωρά σιωπηλή και κάθεται μια δυο σειρές πίσω μου. Περίεργο. Ποιος να ’ναι άραγε; Σίγουρα κανένας «λαθραίος» που διέφυγε της προσοχής των ελεγκτών. Δεν κάνω την παραμικρή κίνηση. Αντίθετα, ομολογώ πως με χαροποιεί το γεγονός ότι εκεί, σ’ αυτή την άδεια αίθουσα, βρίσκεται κάποιος να ξορκίσει τη μοναξιά μου.
*
Τα θυμάμαι όλα τέλεια: η ταινία ήταν ο "Γαλάζιος πλανήτης" του Φράνκο Πιαβόλι, ένα αριστούργημα διαυγούς, αλησμόνητης ποίησης.
Σ’ όλη τη διάρκεια της προβολής, ο «λαθραίος» σαν να μην υπήρχε, τον είχα σχεδόν ξεχάσει. Στο τέλος, όταν τα φώτα ανάβουν και πάλι, μένω καθισμένος στη σιωπή. Χρειάζεται κανείς τον κατάλληλο χρόνο πριν αποχωριστεί το βασανιστικό συναίσθημα της ποίησης. Αλλά την ίδια στιγμή θέλω να δω πώς θ’ αντιδράσει ο «λαθραίος», τώρα που η αίθουσα δεν είναι πια σκοτεινή. Κι έτσι περιμένω μια κίνησή του. Όμως δεν λέει να φύγει και μένει εκεί καθισμένος, χωρίς να προφέρει ούτε λέξη. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να το πάρει απόφαση. Λέω λοιπόν χαμηλόφωνα σαν να μιλούσα στον εαυτό μου: «Υπέροχη». Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, εκείνος επαναλαμβάνει: «Ναι, υπέροχη».
Αλλά δεν γυρίζω να τον κοιτάξω. Σ’ αυτό το σημείο όμως κάνει πρώτος την κίνηση να σηκωθεί και δεν μπορώ πια να τον αγνοήσω: είμαι αναγκασμένος να κάνω κι εγώ το ίδιο και να υποστώ την παρουσία του. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο μηχανικός προβολής με το τυπικό γαλάζιο πουκάμισο και μας πληροφορεί: «Σήμερα το απόγευμα έχουμε άλλες δύο προβολές. Η πρώτη ξεκινάει στις 3». Κι εδώ ο «λαθραίος» αποφασίζει να μιλήσει: «Ο δόκτωρ Λιτζάνι μου έκανε μια λίστα με τις ταινίες που δεν πρέπει να χάσω…». Και βγάζει ένα χαρτάκι με τίτλους σημειωμένους στο χέρι, με σκοπό να το δείξει στον μηχανικό. Κοιτάζω τον «λαθραίο» με περισσότερη προσοχή και σιγά σιγά διαπιστώνω ότι πρόκειται για γνωστή φυσιογνωμία. Σίγουρα διανοούμενος, λάτρης του σινεμά. Αλλά όχι, τι λέω; Έχασα τα λογικά μου! Πώς είναι δυνατόν να μην τον αναγνωρίσω αμέσως; Θεέ μου, ο Καλβίνο!
Και τότε, παίζοντας το ρόλο αυτού που γνωρίζει απόλυτα ποιον έχει απέναντί του, χαμογελώ συνωμοτικά, και, σαν να τον είχα αναγνωρίσει αμέσως, του λέω: «Αχ, τι όμορφη ανάμνηση είναι για μένα το "Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές"…».
*
Ο Καλβίνο απομακρύνει το βλέμμα του απ’ το χαρτί και μου ρίχνει μόλις μια ματιά. Δεν κάνω καμιά αναφορά στα σκίτσα μου, παρ’ όλ’ αυτά του εξομολογούμαι: «Το διάβασα όταν είχα την ηλικία του Πιν, και για πολύ καιρό φανταζόμουν ότι ήμουν σαν κι εκείνον… και τραγουδούσα τα αισχρά τραγούδια των μεγάλων… για να νομίζω τον εαυτό μου έναν απ’ αυτούς…»
Ο Καλβίνο αφήνει στην άκρη το χαρτάκι με τις ταινίες και με κοιτάζει.
Τον ρωτώ: «Ο Πιν… είναι πρόσωπο πραγματικό ή φανταστικό;»
Εκείνος μου απαντά: «Και τα δύο…» και προσθέτει, σαν να μου αποκάλυπτε ένα μικρό μυστικό: «συν ένα πρόσωπο ακόμη».
«Ποιο;»
«Ο αναγνώστης».
Απόδοση για το «Δ»: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥ
Αζάγκο, 8 Ιουλίου 2013.
Ο χρόνος έχει τόσες διαστάσεις. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά συνήθως δεν δίνουμε σημασία. Κι όμως, μερικές φορές, πρέπει να συμβουλευτούμε το ημερολόγιο, γιατί δεν έχουμε πια καμιά συναίσθηση του πόσα χρόνια πέρασαν από ένα συμβάν που θέλουμε να ξαναθυμηθούμε. Το ίδιο μου συμβαίνει και τώρα, καθώς γράφω αυτές τις σημειώσεις και κρατώ στο χέρι ορισμένες σελίδες που βρήκα ψάχνοντας στους φακέλους όπου φυλάσσεται αυτό που ακόμη θέλει να διασωθεί.
Είναι τα σκίτσα που έκανα, μόλις δεκαεξάχρονο παιδί, έχοντας ενθουσιαστεί από "Το Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" του Ίταλο Καλβίνο. Όλα συνέβησαν από καθαρή τύχη εκείνο το βροχερό πρωινό που το ’σκασα απ’ το σχολείο και τριγυρνούσα χωρίς σκοπό στο κέντρο του Μιλάνου.
Πόσα χρόνια πέρασαν; Αμέσως κάνω το λογαριασμό: σε λίγες μέρες, στις 24 Ιουλίου, κλείνω τα 82 κι αν αφαιρέσω τα δεκαέξι που ήμουν τότε, να που πέρασαν εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια! Μια ζωή.
*
Κι όμως, ο χρόνος μπορεί να μετρηθεί και χωρίς τους αριθμούς. Υπάρχει ο χρόνος των συναισθημάτων, όταν ξαφνικά, δίχως καν να τα διεγείρεις, αρχίζουν να καλούν το ένα το άλλο και επανεμφανίζονται με εκπληκτική καθαρότητα, για να αναγεννήσουν μέσα μας συναισθήματα που είχαμε νιώσει κάποτε. Τα βιώνουμε και πάλι ύστερα από τόσο καιρό, αφού τα ξαναβρίσκουμε άθικτα ή ίσως και ζωντανότερα από την πρώτη φορά.
Να πώς έγιναν τα πράγματα. Βρίσκομαι στη Βενετία για το φεστιβάλ κινηματογράφου, εν έτει 1983. Μου είχαν αναθέσει την προεδρία της επιτροπής για ένα ειδικό βραβείο. Έφτασα στο Λίντο με μερικές μέρες καθυστέρηση, γιατί ήμουν απασχολημένος δουλεύοντας στην καινούργια μου ταινία. Για να προλάβω να δω τις διαγωνιζόμενες ταινίες, τις οποίες οι υπόλοιποι κριτές είχαν ήδη δει, έπρεπε να καλύψω το χρόνο με τουλάχιστον τρεις προβολές τη μέρα, ειδικά για μένα, στη μυθική αίθουσα Βόλπι. Ομολογώ ότι αυτή η αποκλειστικότητα δεν μου άρεσε καθόλου. Τον κινηματογράφο τον απολαμβάνεις μόνο όταν η αίθουσα είναι γεμάτη θεατές.
Το πρωί της δεύτερης μέρας, μόλις έσβησαν τα φώτα της αίθουσας (εκείνα τα δευτερόλεπτα στο σκοτάδι πριν γεννηθεί η φωτεινή ακτίνα του προβολέα), νιώθω ξαφνικά ένα θρόισμα πίσω μου. Γυρνώ και διακρίνω τη βαριά κουρτίνα που σκοτεινιάζει την είσοδο να κινείται, καθώς πίσω της βρίσκεται κάποιος που προσπαθεί να μπει. Πράγματι, μια σκιά σχηματίζεται στο σκοτάδι, προχωρά σιωπηλή και κάθεται μια δυο σειρές πίσω μου. Περίεργο. Ποιος να ’ναι άραγε; Σίγουρα κανένας «λαθραίος» που διέφυγε της προσοχής των ελεγκτών. Δεν κάνω την παραμικρή κίνηση. Αντίθετα, ομολογώ πως με χαροποιεί το γεγονός ότι εκεί, σ’ αυτή την άδεια αίθουσα, βρίσκεται κάποιος να ξορκίσει τη μοναξιά μου.
*
Τα θυμάμαι όλα τέλεια: η ταινία ήταν ο "Γαλάζιος πλανήτης" του Φράνκο Πιαβόλι, ένα αριστούργημα διαυγούς, αλησμόνητης ποίησης.
Σ’ όλη τη διάρκεια της προβολής, ο «λαθραίος» σαν να μην υπήρχε, τον είχα σχεδόν ξεχάσει. Στο τέλος, όταν τα φώτα ανάβουν και πάλι, μένω καθισμένος στη σιωπή. Χρειάζεται κανείς τον κατάλληλο χρόνο πριν αποχωριστεί το βασανιστικό συναίσθημα της ποίησης. Αλλά την ίδια στιγμή θέλω να δω πώς θ’ αντιδράσει ο «λαθραίος», τώρα που η αίθουσα δεν είναι πια σκοτεινή. Κι έτσι περιμένω μια κίνησή του. Όμως δεν λέει να φύγει και μένει εκεί καθισμένος, χωρίς να προφέρει ούτε λέξη. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να το πάρει απόφαση. Λέω λοιπόν χαμηλόφωνα σαν να μιλούσα στον εαυτό μου: «Υπέροχη». Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, εκείνος επαναλαμβάνει: «Ναι, υπέροχη».
Αλλά δεν γυρίζω να τον κοιτάξω. Σ’ αυτό το σημείο όμως κάνει πρώτος την κίνηση να σηκωθεί και δεν μπορώ πια να τον αγνοήσω: είμαι αναγκασμένος να κάνω κι εγώ το ίδιο και να υποστώ την παρουσία του. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο μηχανικός προβολής με το τυπικό γαλάζιο πουκάμισο και μας πληροφορεί: «Σήμερα το απόγευμα έχουμε άλλες δύο προβολές. Η πρώτη ξεκινάει στις 3». Κι εδώ ο «λαθραίος» αποφασίζει να μιλήσει: «Ο δόκτωρ Λιτζάνι μου έκανε μια λίστα με τις ταινίες που δεν πρέπει να χάσω…». Και βγάζει ένα χαρτάκι με τίτλους σημειωμένους στο χέρι, με σκοπό να το δείξει στον μηχανικό. Κοιτάζω τον «λαθραίο» με περισσότερη προσοχή και σιγά σιγά διαπιστώνω ότι πρόκειται για γνωστή φυσιογνωμία. Σίγουρα διανοούμενος, λάτρης του σινεμά. Αλλά όχι, τι λέω; Έχασα τα λογικά μου! Πώς είναι δυνατόν να μην τον αναγνωρίσω αμέσως; Θεέ μου, ο Καλβίνο!
Και τότε, παίζοντας το ρόλο αυτού που γνωρίζει απόλυτα ποιον έχει απέναντί του, χαμογελώ συνωμοτικά, και, σαν να τον είχα αναγνωρίσει αμέσως, του λέω: «Αχ, τι όμορφη ανάμνηση είναι για μένα το "Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές"…».
*
Ο Καλβίνο απομακρύνει το βλέμμα του απ’ το χαρτί και μου ρίχνει μόλις μια ματιά. Δεν κάνω καμιά αναφορά στα σκίτσα μου, παρ’ όλ’ αυτά του εξομολογούμαι: «Το διάβασα όταν είχα την ηλικία του Πιν, και για πολύ καιρό φανταζόμουν ότι ήμουν σαν κι εκείνον… και τραγουδούσα τα αισχρά τραγούδια των μεγάλων… για να νομίζω τον εαυτό μου έναν απ’ αυτούς…»
Ο Καλβίνο αφήνει στην άκρη το χαρτάκι με τις ταινίες και με κοιτάζει.
Τον ρωτώ: «Ο Πιν… είναι πρόσωπο πραγματικό ή φανταστικό;»
Εκείνος μου απαντά: «Και τα δύο…» και προσθέτει, σαν να μου αποκάλυπτε ένα μικρό μυστικό: «συν ένα πρόσωπο ακόμη».
«Ποιο;»
«Ο αναγνώστης».
Απόδοση για το «Δ»: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου