Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Η μάχη με το εφήμερο



H κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε στην "Νέα Εστία" του Ιουνίου. Αφορά το ποιητικό μου βιβλίο "Τέσσερις Εποχές", Κέδρος, 2011.


Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ


Κώστας Μαυρουδής: Τέσσερις εποχές. Ποιήματα. Εκδόσεις «Κέδρος». Σελ. 59.



Χρόνια τώρα ο Κώστας Μαυρουδής επιμένει να χωρίζει το έργο του σε ποιήματα και πεζά. Χρόνια κι εγώ, με τη σειρά μου, θέλω να γράψω πως ό,τι έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα είναι σκέτη, πεντακάθαρη ποίηση - και νομίζω ότι η καινούργια του ποιητική συλλογή μού δίνει την ευκαιρία να το τεκμηριώσω, συστηματοποιώντας τους παλαιότερους υπαινιγμούς μου.

Οι Τέσσερις εποχές αποτελούνται από 14 μακροσκελή ποιήματα, το καθένα από τα οποία εναλλάσσει σταθερά στο εσωτερικό του τον στίχο με την πρόζα, παράγοντας στο τέλος μιαν ενιαία φόρμα, που κάνει την οποιαδήποτε ειδολογική διάκριση να μοιάζει περιττή. Αν εξαιρέσουμε τις δύο πρώτες συλλογές του Μαυρουδή (Λόγοι δύο, 1973, και Ποίηση, 1979), το στοιχείο αυτής της σύμπραξης είναι κοινό στα υπόλοιπα ποιητικά του έργα (Το δάνειο του χρόνου, 1989, και Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια, 2002) ενώ λείπει εμφανώς από τα πεζά του (Με εισιτήριο επιστροφής, 1983, Η ζωή με εχθρούς, 1998, Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, 2000, και Στενογραφία, 2006), που παρουσιάζονται με τη μορφή του δοκιμίου, του ημερολογίου, του αποφθέγματος και του ταξιδιωτικού χρονικού. Πρόκειται, ωστόσο, για μιαν εντελώς τεχνική λεπτομέρεια αφού η ποίηση είναι εγκατεστημένη εκεί ως ενδιάθετη στάση και υπόγειο κλίμα, ως ένας κρυφός φωτισμός που δίνει αίφνης στο ακριβές περίγραμμα των πραγμάτων μιαν υπερβατική λειτουργία. Κι ας σημειωθεί επιπροσθέτως, για να διατρέξουμε και αντίστροφα τη γραμμή που συνδέει την πρόζα με την ποίηση σε αυτή τη μακρά διαδρομή, πως όποτε ο Μαυρουδής αποφασίζει να περιοριστεί στον ανόθευτο στίχο, οδεύει εκ νέου προς το πεζό λόγω της εγγενούς ροπής των ποιημάτων του προς τη στοχαστική διατύπωση.

Τότε; Αν όντως συμβαίνουν όλα αυτά (και είμαι πεπεισμένος ότι συμβαίνουν) γιατί διαλέγω τις Τέσσερις εποχές για να τα επισημάνω δια μακρών; Μα, γιατί οι Τέσσερις εποχές συνοψίζουν κατά τη γνώμη μου, είτε στο μορφολογικό επίπεδο τις κοιτάξουμε είτε στο επίπεδο της θεματογραφίας, τη σύνολη λογοτεχνική πορεία του Μαυρουδή (μια πορεία σχεδόν σαράντα ετών), απεικονίζοντας τον εσώτερο, οργανικό δεσμό του με μια ποίηση που παρά τις ποικίλες μεταμορφώσεις της έχει αναπτύξει μια σειρά από πάγια (εδραιωμένα από τα πρώτα βήματά της) χαρακτηριστικά, συγκεντρωμένα γύρω από δύο κεντρικούς πυλώνες: τον αισθητισμό και την αισθαντικότητα.

Ο αισθητισμός είναι μια στάση απέναντι στον κόσμο. Η αισθαντικότητα, πάλι, συνιστά έναν τρόπο για να βιωθεί και ει δυνατόν να σωματοποιηθεί ο κόσμος. Η μνήμη, ο τόπος και ο χρόνος, που αποτελούν τα μείζονα θέματα του Μαυρουδή, θα περικυκλωθούν από τον αισθητισμό, ο οποίος θα τον βοηθήσει να τα επεξεργαστεί και να τα κατανοήσει ως έννοιες, και θα πάρουν σάρκα και οστά χάρη στην αισθαντικότητα του ποιητικού του εγώ (είτε για στίχο μιλάμε είτε για πρόζα), η οποία θα του επιτρέψει να τα μεταστοιχειώσει σε τέχνη. Θα ξεκινήσω από τη μνήμη, που κυριαρχείται, όπως και σε παλαιότερα βιβλία του Μαυρουδή , από τη δεκαετία του 1950 και τη νησιωτική επαρχία των παιδικών του χρόνων: μνήμη διαποτισμένη από χώρους, μυρωδιές και αντικείμενα, που υποβάλλουν αμέσως το βιωματικό τους υπόστρωμα, αλλά και μνήμη κεντημένη με τα σημάδια του συλλογικού, που συνιστούν κάτι παραπάνω από έναν μακρινό, σβησμένο απόηχο, πλέκοντας μιαν ιστορική ατμόσφαιρα σε απόσταση αναπνοής από τα λόγια του αφηγητή. Η συλλογικότητα θα αντλήσει από το ατομικό τη ζωντανή ανάσα της και το ατομικό θα πάψει μέσα από τη συλλογικότητα να ενεργεί ως ένα επεισοδιακού βεληνεκούς συμβάν, με καταλύτη όχι μόνο την ποιητική ακοή, αλλά και την ποιητική εικόνα:

Νοέμβριος του ’56, για να είμαστε συγκεκριμένοι.

Στο σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα

τανκς απ’ τη Βουδαπέστη

(οδομαχίες κάτω από μεγάλους τίτλους).

Στο ανατολικό δωμάτιο να προσθέσω

η αρρώστια επώαζε την απειλή της

(αεικίνητες θείες

ψίθυροι

η χοντρή νοσοκόμα με το βραστήρα),

οι ίδιοι πάντα επισκέπτες

λίγο πριν απ’ το βράδυ

κοίταζαν τα παπούτσια τους

(ηθοποιοί που έχουν ξεχάσει το ρόλο).

Η μνήμη, βέβαια, εκβάλλει στον τόπο και από εκεί στον χρόνο. Τα ονόματα των τόπων θα στοιχειώσουν, όπως και άλλοτε, τον λόγο του Μαυρουδή στιςΤέσσερις εποχές. Ονόματα της λογοτεχνίας και της Ιστορίας, ονόματα της φαντασίας και της πραγματικότητας, ονόματα των λεξικών και του πολέμου:

Ώστε σ’ εσάς οφείλει το όνομά της

Η μικρή παρισινή οδός που με φιλοξενούσε

(έβδομο διαμέρισμα τέταρτος όροφος νούμερο 3)

βρίσκω τις λεπτομέρειες του βίου σας

σε ένα τεράστιο Larousse

και βέβαια κατώτερη των περιστάσεων

η συγκυρία και οι πηγές

θέλω να πω μια ανακάλυψη γραφείου εκεί που έπαλλε

ζωή

γέφυρες συζητήσεις παγωμένα βράδια

(εικόνες-ζώα που εξημέρωνα γοητευμένος)

ο Jean Baptiste de Gribeauval λοιπόν

μηχανικός του γαλλικού στρατού

γεννημένος το 1715 στο Αμιέν

(κατασκευάσατε ένα νέο τύπο κανονιού

που άλλαξε άρδην την ισχύ του Πυροβολικού).

Ονόματα παρμένα όχι τόσο από το απώτατο (το παιδικό και το εφηβικό) παρελθόν (γιατί υπάρχουν κι αυτά τα ονόματα) όσο από ένα αεικίνητο, περιηγητικό παρόν. Ένα περιηγητικό παρόν του οποίου οι φαντασιακές προβολές οδηγούν τις πρόσφατες, ζεστές ακόμη αναμνήσεις τού μαγεμένου με το τοπίο ταξιδιώτη σε ένα συνεχές παιχνίδι με τους τρόπους και το ύφος μιας βεντάλιας αγαπημένων εποχών, όπου κάθε ονοματική ένδειξη σηματοδοτεί κι ένα ποιητικό μικροσύμπαν: το Ζάλτσμπουργκ και το ζεύγος Στάντλερ, η ηλιοφάνεια της Μπανταλόνα, το Λουτράκι και ο Παναμάς του Μπλεζ Σαντράρ, το Λονδίνο και η οικογένεια Μπράουν, το Σαουθάμπτον και το Σουέζ, αλλά και η Τήνος και η Μαντάμ Μποβαρί.

Οι τόποι και τα ονόματά τους παράγουν χρόνο: όχι μόνο τις αγαπημένες εποχές και τα διακριτικά τους, αλλά και μια μόνιμη υπαρξιακή αναρώτηση για όσα κυλούν και φεύγουν μακριά, επιστρέφοντας αργότερα, ποικιλοτρόπως τροποποιημένα, στη μνήμη. Το φίδι χώνει την ουρά στο στόμα του: από τη μνήμη στον τόπο, από τον τόπο στον χρόνο και από τον χρόνο και πάλι στη μνήμη. Τι είναι, όμως, ο χρόνος; Αέρας που φυσάει βιαστικά και άμμος που κυλάει άπιαστη ανάμεσα στα δάχτυλά μας, κυνηγώντας το μέλλον. Το μέλλον είναι τα πάντα: από τη σκοπιά της μελλοντικής του κατάληξης επιθεωρούμε το παρελθόν, ένα ακατάπαυστα μετατοπιζόμενο μέλλον είναι και το παρόν (η μνήμη είναι το μέλλον τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος). Και η ποίηση; Τι δουλειά έχει εδώ η ποίηση; Μα, η ποίηση αγωνίζεται στις Τέσσερις εποχές, αλλά και σ’ όλα τα βιβλία του Μαυρουδή, να δαμάσει το σπαρακτικό κενό ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν, δίνοντας μια γενναία πλην παντελώς μάταιη μάχη με το εφήμερο:

«Είσαι εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας»,

δήλωσε αιχμηρά εν έτει χίλαενιακόσιαπενήνταεννιά

το Δαιμόνιο του Μέλλοντος

(η Εποπτεία του Προσεχούς)

στο άσημο εργαστήριο του τσαγκάρη μας.

Κι αυτή η ματαιότητα, αυτή η παντελής αδυναμία της ποίησης να νικήσει τον εχθρό του εφήμερου είναι η καλύτερη καλλιτεχνική της σύσταση και συνάμα ο βαθύτερος και ο πιο πηγαίος σπασμός της.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πυκνό, αποδεικτικό κείμενο. Βλέπει ένα έργο ευρυγώνια, και κατά τη γνώμη μου, σωστά.

Gaetano

Ανώνυμος είπε...

Έχω υπόψη μου τρια κείμενα που γραφτηκαν για τη συλλογή "Τέσσερις εποχές". Ίσως είναι το πιο επαγγελαματικό, με την έννοια της πληρότητας.
Δ.