[Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ρεπόρτερ στην πόλη του Φελίνι]
«Κανένας δεν τραγουδούσε και δεν πέθαινε από έρωτα στις πλαστικοποιημένες ταβέρνες της Πιάτσα ντι Σπάνια…».
ΠΟΙOΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΕI OΤΙ EΝΑΣ ΞEΝΟΣ ΘΑ ΑΝΑΠΟΛΟYΣΕ ΤΟΣΟ ρομαντικά τη Ρώμη της δεκαετίας του ’50... Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που έζησε στη Ρώμη το 1955, όταν ήταν 30 ετών, και έκτοτε την έχει επισκεφθεί πολλές φορές, έγραψε ένα μαγευτικό αυτοβιογραφικό διήγημα, τοποθετημένο στην αγαπημένη του αιώνια πόλη με τίτλο Η Αγία, ένα από τα Δώδεκα διηγήματα της περιπλάνησης.
Ο συγγραφέας μάς μιλάει για την παραμονή του στη Ρώμη, όταν φοιτούσε στο Πειραματικό Κέντρο Κινηματογραφίας (έχοντας συμφοιτητή τον αργεντινό σκηνοθέτη Φερνάντο Μπίρι και καθηγητή τον Τσέζαρε Τζαβατίνι), αλλά κυρίως για τη συνάντησή του, στην πανσιόν όπου έμενε, με τον Μαργκαρίτο Ντουάρτε, ο οποίος είχε έρθει από τη Κολομβία μεταφέροντας ένα φέρετρο από πεύκο, με περιεχόμενο το εξαιρετικά καλά διατηρημένο πτώμα της πεθαμένης κόρης του. Ο Μαργκαρίτο, χάρις σε έναν έρανο στη χώρα του, είχε έρθει στη Ρώμη με σκοπό να ζητήσει ακρόαση από τον Πάπα για να πετύχει το μακαρισμό της κόρης του. Ο συγγραφέας γοητεύεται. Δεν μας διευκρινίζει επακριβώς την τοποθεσία του σπιτιού στο οποίο είχε νοικιάσει κάποια δωμάτια. Γνωρίζουμε πάντως ότι βρισκόταν στο Παριόλι, κοντά στον ζωολογικό κήπο. Πιθανώς να πρόκειται για ψέμα, ποιητική αδεία. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι ο Μάρκες έμενε στο Πράτι, σε μια αστική πανσιόν (στης κυρίας Ρόζα), και ίσως για μικρή περίοδο σε μία άλλη, εκεί κοντά. [...] Στη συνέχεια, ο συγγραφέας συστήνει τον Μαργκαρίτο σε έναν έκπληκτο Τζαβατίνι, «λαίμαργο για ζωή», ο οποίος αμέσως θέλει να γράψει ένα σενάριο πάνω σε αυτήν την απίθανη υπόθεση. Πολλά χρόνια αργότερα, ο κολομβιανός σκηνοθέτης Λίσαντρο Ντούκε, γύρισε μια ταινία βασισμένη στο διήγημα με τίτλο Θαύμα στη Ρώμη. Η διεύθυνση του σπιτιού τού Τζαβατίνι αναφέρεται καθαρά, όπως και σε άλλα διηγήματα εκείνης της χρονιάς. Στα χρονικά για το κολομβιανό περιοδικό Ελ Εσπεκταντόρ, η ονομασία του δρόμου (Οδός Αγίας Αγγελικής) καταγράφεται σχολαστικά από τον εμπνευστή τού μαγικού ρεαλισμού, σχεδόν σε ύφος συμβολαιογραφικό. Μια εξαιρετική ανταπόκρισή του, για ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα που είχε γίνει εκείνη την εποχή (γνωστή ως Υπόθεση Μοντέζι), κινείται στο χώρο του μητροπολιτικού νουάρ και περιέχει όλες τις δυνατές λεπτομέρειες σχετικά με το θύμα. Τις διευθύνσεις σπιτιών και καταστημάτων ακόμα και την απόσταση του τόπου του εγκλήματος μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό!
*
Το διήγημα Η Αγία, η δράση του οποίου κινείται σε μια χιουμοριστική/σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, με αφηγηματικούς άξονες το τέλεια διατηρημένο σώμα του κοριτσιού, τους λεπτομερώς περιγραφόμενους τόπους, τα χρονικά των ημερών και τις συναντήσεις των ηρώων, υμνεί μια Ρώμη μητροπολιτική, με χρωματικές υπερβολές, ελαφρώς νεορεαλιστική, αλλά και φελινική: Σ’ αυτόν τον χώρο κινείται μία παρέα χαροκόπων, ο τενόρος Ραφαέλ Ριμπέρο Σίλβα, ένας έλληνας κομουνιστής κ.ά. Ποιος ξέρει αν ο Μάρκες δεν βρήκε μια μυστική εκφραστική αναλογία με τον μπαρόκ κόσμο του. To πορτρέτο της πόλης είναι και αυτό ρεαλιστικό και μαζί ονειρώδες, φιλοτεχνημένο ιμπρεσιονιστικά, με αναπάντεχες λυρικές φωταψίες. Συχνά τα απογεύματα, ο συγγραφέας και ο τενόρος, πάνω σε μια βέσπα –θυμίζοντας τον Γκρέγκορι Πεκ και την Όντρει Χέμπορν στο Διακοπές στη Ρώμη, της ίδιας εποχής– πηγαίνουν παγωτά και σοκολατάκια στις «καλοκαιρινές κοκοτίτσες, που πεταλουδίζουν κάτω από τα αιωνόβια δέντρα της Βίλα Μποργκέζε» σε αναζήτηση τουριστών μέρα μεσημέρι, «όμορφες, φτωχές και τρυφερές, όπως οι περισσότερες Ιταλίδες τότε». Πάντοτε εκείνα τα καυτά αυγουστιάτικα απογεύματα «ακουγόταν μόνον ο θόρυβος του νερού, που είναι η φυσική φωνή της Ρώμης…».
*
Κάποια μέρα παρέσυραν τον Μαργκαρίτο στο ζωολογικό κήπο για να πλησιάσει ένα λιοντάρι, καθισμένο σε ένα ερημικό νησάκι στη μέση μιας τάφρου (παράξενο, εγώ θυμάμαι όταν με πήγαιναν στο ζωολογικό κήπο, το λιοντάρι να είναι σε κλουβί και μια τίγρη να κυκλοφορεί ελεύθερη…) Τη νύχτα ο Γκαρσία Μάρκες ξυπνούσε συχνά από τον «τρομακτικό βρυχηθμό» του λιονταριού. Η εικόνα των λιονταριών είχε ήδη εμφανιστεί στην αρχή του μυθιστορήματος του Κάρλο Λέβι Το ρολόι, ως ζωντανή μεταφορά των κρυφών ήχων και της αναπνοής τής Ρώμης, συγχρόνως άγριο, μυστηριώδες και ηγεμονικό. Ο ζωολογικός κήπος τής Ρώμης, ως συμβολική εικόνα, εμφανίζεται σε πολλά βιβλία και ταινίες εκείνης της περιόδου. Στην ταινία Εγώ την ήξερα καλά του Αντόνιο Πιετράντζελι, η πρωταγωνίστρια Στεφανία Σαντρέλι –ίσως το ωραιότερο γυναικείο πορτρέτο του ιταλικού κινηματογράφου– πριν αυτοκτονήσει, αρχίζει τα χαράματα τη θλιμμένη περιδιάβαση της πόλης με το μικρό της αυτοκίνητο, έχοντας ως αφετηρία το μεγάλο κλουβί με τα πτηνά τού ζωολογικού κήπου.
*
Ο Γκαρσία Μάρκες έκτοτε επέστρεφε στη Ρώμη πάντα με ευχαρίστηση… Συνήθως του άρεσε να μένει σε μοντέρνα, ανώνυμα, “αμνήμονα” ξενοδοχεία. Ίσως να τον είχε επηρεάσει ένα είδος συνδρόμου τού Σταντάλ1, δεν ανεχόταν τα κεντρικά ξενοδοχεία, που με την πλούσια ιστορία τους εξουθένωναν τη φαντασία του. Έτσι, τουλάχιστον, παρουσιάζει τα πράγματα η Κέλι Βελάσκεθ, κολομβιανή δημοσιογράφος, μόνιμη μεταφράστρια και πιστή φίλη του συγγραφέα, που ανήκε στο στενό του περιβάλλον και παρευρέθηκε σε ένα δείπνο συμφιλίωσης ανάμεσα στον ίδιο και τον παθιασμένο –πλην πολύ ακριτόμυθο– βιογράφο του, τον Πλίνιο Απουλέιο Μεντόζα (το όνομα αυτό μοιάζει με σύνοψη της ρωμαϊκής Ιστορίας!) στο σπίτι του τελευταίου, όταν ο βιογράφος του ήταν Πρέσβης της Κολομβίας στη Ρώμη. Η Κέλι, η οποία είχε γνωρίσει τον “Γκάμπο” στη δεκαετία του ’70, όταν ήταν στην Μπογκοτά και συνεργαζόταν με το περιοδικό του Αλτερνατίβα, ένα δραστήριο πολιτικό-ενημερωτικό εβδομαδιαίο έντυπο, μου είχε μιλήσει για το παλιό πάθος τού συγγραφέα για την Ροσάνα Ροζάντα και τους αιρετικούς της εφημερίδας Μανιφέστο, όπως και για το αγαπημένο του ρωμαϊκό φαγητό, τα σπαγγέτι άλα πουτανέσκα. Προφανώς ένα μέρος της απόλαυσης αυτού του εδέσματος, το οποίο έτρωγε παρέα με τους κινηματογραφιστές φίλους του στο εστιατόριο «Τσιακ» στο Τραστέβερε, οφειλόταν στην παραβατική μαγεία της παιδιάστικης, κωμικά βωμολοχικής λέξης «πουτανέσκα»...
*
Ας επιστρέψουμε στη δεκαετία του ’50. Οι πληροφορίες που μας παρέχει ο κολομβιανός συγγραφέας στην Αγία για ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της Ρώμης είναι αμέτρητες, π.χ. εκπλήσσει το γεγονός ότι η παλιοπαρέα τραγουδούσε συχνά κομμάτια από όπερες στο δρόμο, ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς όμως να ενοχλεί κανέναν ή να προκαλεί διαμαρτυρίες. Μιλούσα προηγουμένως για τη νοσταλγία που πλήττει τον Γκαρσία Μάρκες 20 χρόνια αργότερα, όταν γράφει το διήγημα και τυχαία συναντάει σε κάποιο στενό τού Τραστέβερε τον ίδιο τον Μαργκαρίτο Ντουάρτε, κουρασμένο πλέον και κακοντυμένο, να έχει... θάψει πέντε Πάπες και ακόμα το αίτημά του να μην έχει ικανοποιηθεί! Άραγε να είναι πραγματικό αυτό το πρόσωπο ή να πρόκειται για μια εκπληκτική λογοτεχνική επινόηση; Δεν έχει σημασία. Σίγουρα χρησιμεύει στο συγγραφέα για να αποδώσει τη γοητευτική και συνάμα μελαγχολική υφή της πόλης. Στη Βίλα Μποργκέζε, στον ιππόδρομο των «θλιμμένων πριγκιπισσών», τον είχε τρυπήσει ένα δηλητηριώδες φυτό δίχως άνθη, «οι ωραίες γυναίκες είχαν αντικατασταθεί από ανδροπρεπείς αθλητές μασκαρεμένους σαν Γανυμήδες», ενώ ο μοναδικός επιζήσας της πανίδας ήταν το γηραιό λιοντάρι, «βραχνό και άρρωστο»: «Η Ρώμη της νοσταλγίας μας ήταν πλέον μια άλλη Ρώμη, αρχαία μέσα στην αρχαία Ρώμη των Καισάρων…».
Ίσως όμως ολόκληρη η πόλη, με τα παράθυρά της διάπλατα ανοιγμένα στους δρόμους, να φαινόταν στον Γκαρσία Μάρκες σαν ένα τεράστιο θέατρο –σιγά σιγά αλλοιωμένο από το μοντερνισμό και σχεδόν αγνώριστο– όπου μπορούσαν να συμβούν θαύματα: μία ιδανική σκηνή για την ιλαροτραγική παράσταση της “ανθρώπινης κωμωδίας”.
Φιλίππο Λα Πόρτα
Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ
Ο Φιλίππο Λα Πόρτα γεννήθηκε στη Ρώμη το 1952. Είναι δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας.
Tο κείμενο αυτό θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ (175-176).
3 σχόλια:
Λοιπόν, Κώστα, έτσι πρέπει να αφηγούνται οι συγγραφείς. Εσύ ίσως το ξέρεις. Τα σημαντικά γεγονότα της ζωής τους, με την κατάνυξη που συναντάμε εδώ. Ένα τόπος με ποιητικές φιγούρες,παραμυθένια ατμόσφαιρα της πραγματικότητας, εποχές και γεγονότα που γελούνε δακρυσμένα. Αυτή η εντύπωση μου μένει από το κείμενο για το διήγημα του Μάρκες.Αλλά βέβαια υπάρχει και το σκηνικό της Ρώμης.
Τι εμπεριστατωμένο το κείμενο του νεαρού τεχνοκριτικού για τη γερμανική έκθεση!! Όπως βλέπεις σε παρακολουθώ
Ιωάννα Τούντα.
Κυρία Τούντα,
θα μπορούσατε να λέτε το πραγματικό σας όνομα ή έστω να γράφετε ανώνυμα, και όχι να κρύβεστε πίσω από ψευδώνυμα. Το ότι τον παρακολουθείτε, φαίνεται, δεν χρειάζεται και η δήλωσή σας.
Ti ωραίο κείμενο!
Αναγνώστης
Δημοσίευση σχολίου