Το κείμενο που ακολουθεί θα δημοσιευθεί τον Μάιο, σε αφιέρωμα που αφορά Το Ταξίδι και την λογοτεχνία, σε καθημερινή εφημερίδα.
Η άγνοια των κ ο ι ν ώ ν τ ό π ω ν: το αφανές αλλά το ισχυρότερο κίνητρο για την έκπληξη της περιπλάνησης. Ο Μοντένι θεωρούσε (να μια θεμελιακή σκέψη για τη γενεαλογία της γοητείας) ότι από τα οδυνηρότερα πράγματα είναι η υποχρέωση να μένουμε κάπου, όπου αυτό το οποίο βλέπουμε το γνωρίζουμε, μας αφορά άμεσα και μας αγγίζει. To κορεσμένο, δηλαδή, ή «πασίδηλον», όπως λέγαμε στα νομικά. Βρήκα κάποτε μια πικάντικη εφαρμογή της προηγούμενης σκέψης. Υπήρχε, λοιπόν, ένας Άγγλος ταξιδιώτης, που εκστασιαζόταν όταν έφτανε στις γαλλικές ακτές. Τον μάγευε λεπτότητα της ανοίκειας εικόνας: ο τρόπος που ο Γάλλος χασάπης έκοβε το κρέας, η τάξη στο εσωτερικό των φαρμακείων, οι συμπεριφορά των παιδιών στα εστιατόρια, οι κάβες στην άκρη των επαρχιακών δρόμων σκαμμένες σε έναν βράχο και οι πινακίδες στους αυτοκινητόδρομους (μερικές ειδοποιούσαν ακόμα και για το εποχικό κατρακύλισμα των τεύτλων που έπεφταν απ’ τα φορτηγά!!). Δεν με αιφνιδιάζει η ξενόφιλη μονομανία. Για χρόνια έβλεπα με τον ίδιο τρόπο το Ζάλτσμπουργκ. Τι πιο φυσικό; Η σύγχρονη εικόνα του συμπεριφέρεται ως εξ αίματος συγγενής της παλιάς του αίγλης. Όλα αυτά μέχρι να ξεφυλλίσω την κατεδαφιστική «Αυτοβιογραφία» του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ και να μετατεθώ στη βίαιη καθημερινότητα του μεταπολέμου. Εκεί, η πόλη, ανεντόπιστη για τον ταξιδιώτη, έδειχνε τη νυχτερινή της πλευρά, ήταν το πίσω μέρος της εξιδανίκευσης. Από το βεστιάριο έβγαλαν την ταλαιπωρημένη φορεσιά του κοινού ανθρώπου και ήμουν ξαφνικά αναγκασμένος να ντύσω το μύθο των τουριστικών οδηγών και της ματιάς μου.
*
Η περιπλάνηση επιφυλάσσει τις πιο προσωπικές εμπλοκές. Αν οι σχέσεις μας με τον κόσμο παράγουν το αντικειμενικό, στον τόπο όπου φτάνουμε (όπως ακριβώς συμβαίνει με τον αναγνώστη απέναντι στη λογοτεχνία) είμαστε μόνον ο προσηλωμένος στις αρχές και την αντίληψή του εαυτός μας. Επιστρέφουμε στο «Εγώ», όπως συμβαίνει πάντα όταν αντιμετωπίζουμε τη μορφή και το ύφος. Θα λέγαμε ότι αυτό που ανακαλύπτουμε δεν μιλά ποτέ την εσπεράντο, αλλά τη μοναδική γλώσσα τού κάθε θεατή. Ιδού η προηγούμενη αντίληψη, σαν σπουδή του παράδοξου. Δύο φίλοι ταξιδιώτες επισκέφτηκαν κάποιον κεντροευρωπαϊκό παγετώνα, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα τηλεσκόπιο. Πρώτος πήγε εκεί —για να δει με λεπτομέρειες την έξοχη θέα— ο πιο ηλικιωμένος, ο οποίος πράγματι δήλωσε ότι συγκλονίστηκε με αυτό που είδε. Ακολούθησε ο δεύτερος, που μόλις πλησίασε το μάτι του στο φακό κραύγασε κάτι ακατάληπτο και αμέσως έπεσε νεκρός. Ο επιζήσας (λέει ο συγγραφέας της ιστορίας) σκέπτεται, ακόμα και σήμερα, τι να είδε τάχα ο φίλος του από το τηλεσκόπιο, γιατί σίγουρα δεν είχαν αντικρίσει την ίδια εικόνα.
*
Απαλλαγμένος κανείς από το καθημερινό —τον συμφυρμό με την κοινότυπη συγκυρία— απελευθερώνει απίστευτα γνωρίσματα του εαυτού του. Αποχαιρετούσαμε (κάποιο πολύ παλιό καλοκαίρι στις όχθες του Ρήνου) ένα ζευγάρι που έφευγε, όταν η κοπέλα έσκυψε και μάζεψε από το έδαφος ένα μακρύ φτερό με εντυπωσιακά πράσινα χρώματα. Σαν να είχα χάσει κάτι υπερβολικά πολύτιμο, άρχισα να αδιαφορώ για τη συζήτηση και να προσέχω γύρω μου, ακόμα και ώρες μετά, μήπως βρω κι εγώ ένα. Τι άλλο, αλήθεια, επιτρέπει την ανάδυση αυτής της παιδικής πρωτογένειας, εκτός απ’ το ταξίδι και την ονειροπόληση; Σίγουρα, η αντίδρασή μου δεν ήταν μόνο ο ομολογημένος μου έρωτας προς το ασήμαντο, αλλά κυρίως ο αντίκτυπος από την εμπειρία του καινούργιου, που, με εδεμική φρεσκάδα, μας στέλνει πάλι στο παιχνίδι, βοηθώντας να θυμηθούμε την αρχαία γλώσσα της αθωότητας.
*
Εκείνο που σταθερά ερεθίζει (αλλά και καθηλώνει) στη συνάντηση με έναν σπουδαίο τόπο είναι η συνείδηση του διαφορετικού πεπρωμένου που έχουμε εν σχέσει μ’ αυτόν. Διαλεγόμαστε μαζί του από τη θέση τού εκστασιασμένου παρατηρητή διότι, αν μπορώ να το πώ, υπολειπόμαστε. Απέναντί του, ο ρεμβασμός, η συγκίνηση και η γοητεία είναι αδύνατον να μην συνοδεύονται, άτυπα έστω, από την κατήφεια. Όπως ο Μπαλζάκ σκέπτεται ότι η κυρία Μποβαρί θα θριαμβεύει στην αθανασία της ενώ ο συγγραφέας της θα είναι σκόνη ή, όπως ο Κιτς ζηλοτυπεί με την αιωνιότητα ενός αγγείου («Η Αρχαία Υδρία»), η συνείδηση του πλάνητα βιώνει, εκτός απ’ το θάμβος, τη μελαγχολία του ανταγωνισμού: αντιμετωπίζει το διαρκές που την υπερβαίνει. Σε ένα παλιό κείμενό μου («Στενογραφία», Κέδρος 2006), θέλησα να παραλληλίσω το φευγαλέο πέρασμα από έναν τόπο με τη βιαστική διαδρομή του βίου: «Όπως τα γκρουπ των ταξιδιωτών, ελλείψει χρόνου περνούν ασθμαίνοντας και μόλις προλαβαίνουν να δουν την πόλη (την παγωμένη χειρονομία ενός αγάλματος, έναν κεκλιμένο πύργο, ή τον τρούλο που αιωρείται ανάμεσα στον ουρανό και τις στέγες), έχουμε βγει κι εμείς για λίγο στον κόσμο, παρατηρώντας άπληστα και βιαστικά. Ο οδηγός δεν έχει σβήσει καν τη μηχανή. Περιμένει με επαγγελματική αδιαφορία στο τιμόνι, απόλυτα απαθής.»
*
Πολλές γενιές δεν κατάφεραν να αποσπαστούν από τη ρομαντική ιδέα της «Ultima Thule», τον οποιονδήποτε μακρινό και άγνωστο τόπο, σαν να λέμε. Ας μικραίνει διαρκώς ο κόσμος. Η έκπληξη και η ανησυχία που επιφυλάσσει η περιήγηση δεν είναι λιγότερο ισχυρή. Κάποτε, μέσα από βαθιά αταβιστικές μνήμες, επανακάμπτει ακόμα και η χονδροειδής χαρά του παλιού επιδρομέα. Το σκέφτηκα κάποτε και προσπάθησα να περιγράψω, σαν φάρσα, την υπερβολή του: «Ο μεσαιωνικός πύργος που φωτογραφίζουμε είναι αυτός που θα πυρπολούσαμε πριν από λίγους αιώνες. Η γέφυρα του 1360, την οποία διασχίσαμε κρατώντας το χέρι της μικρής μας κόρης, είναι το κτίσμα που θα ξεθεμελιώναμε ανάλγητα. Οι ναοί είναι τα ιερά που θα είχαμε βάναυσα συλήσει και οι τυχαίες περαστικές που παρεισέφρησαν στο κάδρο, τα θύματα των βάρβαρων επιθυμιών μας. Μεταλλαγμένα από τα σύγχρονα ήθη, τα φωτογραφημένα αντικείμενα δεν είναι παρά τα λάφυρα που θα αποκομίζαμε από την αρπαγή και την άπληστη πειρατεία. Ο περιηγητής (εξευγενισμένος Βάνδαλος), επιστρέφει φορτωμένος επουσιώδη ενθύμια, που αναπληρώνουν την ασύγκριτη ευτυχία της αρπαγής». («Στενογραφία», Κέδρος 2006)
*
Και η ουρά της προηγούμενης σκέψης. Μπορώ να υποθέσω ότι το «Reisenangst» (πυκνός και ακριβής όρος των γερμανικών, για την ανήσυχη έξαψη και το άγχος που προηγείται του ταξιδιού), δεν είναι μόνον καρπός της εποχής όπου η μετακίνηση ήταν μεγάλη και επικίνδυνη περιπέτεια. Έχει μιαν απόλυτη σημασία, που συχνά τη μεταφέρουμε στις σύγχρονες αποσκευές μας: τον εξωιστορικό και καθαρά ψυχολογικό χαρακτήρα της συμβολικής απειλής, τον αναγνωρίσιμο φόβο για τη μεταβολή. Εκτός απ’ την πανηγυρική έξαψη για το νέο, στο ταξίδι επιβιώνει μέσα μας το αντανακλαστικό της αγέλης, αρχαίο αίτημα της μονιμότητας και της βέβαιης στέγης.
*
Το ταξίδι, ως αναπόληση, αγνοεί τις διακρίσεις, γεννά την παράδοξη δ η μ ο κ ρ α τ ί- α των εντυπώσεων. Μετά από χρόνια, η επίσκεψη σε μια πινακοθήκη βαραίνει εξίσου με ένα δευτερεύον περιστατικό. Κάθε παρελθόν άλλωστε, ρευστή και απόμακρη ε ν- τ ύ π ω σ η φιλοτεχνημένη από τη μνήμη, «αποπραγματώνει» την εμπειρία. Μετά από χρόνια το ανάξιο λόγου περιστατικό έχει το ίδιο μερίδιο με μια εκθαμβωτική εικόνα. Και τα δύο παράγουν κοινή κατάνυξη, την ίδια ευλάβεια απέναντι στην ιστορία τους. Ο καθημαγμένος παρκαδόρος, π.χ., ενός μικρού δρόμου τής Μπρατισλάβα (τα περασμένα Χριστούγεννα) χάρηκε σαν παιδί κάτω απ’ τη βροχή, παίρνοντας στα χέρια του τα ελληνικά ευρώ. Συμπλήρωνε μ’ αυτά —είπε— όλη τη σειρά του νέου, στη χώρα του, νομίσματος. Ξέρω ότι στο μέλλον το περιστατικό θα δείχνει την ίδια αντοχή με την πιο «σοβαρή» λεία των ταξιδιών μου. H δικαιοσύνη της μνήμης, θα έλεγε κάποιος ή, διαφορετικά, η κοινή μοίρα όσων είδαμε στο σχολείο της περιπλάνησης: η πρώτη ύλη του βιώματος και της εντύπωσης αλέθονται ώσπου να γίνουν η λεπτή, ασύλληπτη σκόνη του χρόνου.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ
2 σχόλια:
(!!!)
G.Xap.
Κι εγώ (!!!!!!!)
Κατερίνα Κρ.
Δημοσίευση σχολίου