Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας, παλαιότεροι και πρόσφατοι, συγγραφείς.
Θα ήθελα να κάνω μνεία στην μεγάλη παράδοση του γαλλικού μυθιστορήματος (19ος αιώνας) και ακόμα στον ευρωπαϊκό μεσοπόλεμο (κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία). Δεν με συγκίνησε ποτέ η λεγόμενη νεωτερικότητα, και άλλα πιο πρόσφατα φαινόμενα (π.χ.αντιμυθιστόρημα), πείραμα που δεν πιστεύω ότι έδωσε καμιά αυθεντική τέρψη, ούτε φώτισε κρυμμένες περιοχές. Ήδη, τώρα που μιλάμε, έχει κριθεί. Εν πάση περιπτώσει, διαβάζω πλέον λιγότερο (πάντα λογοτεχνία αναφοράς, μήπως και προλάβω τουλάχιστον να γνωρίσω περισσότερα έργα απ’ αυτό που αποτέλεσε τον κλασικισμό). Θα έλεγα ότι δεν έχω αξιόλογη εποπτεία και ενημέρωση για τη σύγχρονη παραγωγή, αν εξαιρέσω διάφορες λαμπρές περιπτώσεις, π.χ. τον Κλάουντιο Μάγκρις ή τον Έκο ή άλλα πρόσωπα που συναντώ τυχαία ή καθ’ υπόδειξη.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και πρόσφατα βιβλία.
Θα αναγκαστώ να επαναλάβω τον εαυτό μου. Θέλω να πω ότι πάντα δείχνω τις ίδιες περιοχές, αλλά πώς αλλιώς θα μιλούσε κάποιος με συγκεκριμένες εμμονές και προτιμήσεις. Το Μαγικό Βουνό, λοιπόν, του Τόμας Μαν, Ο Γατόπαρδος του Λαμπεντούζα, Ο χθεσινός κόσμος του Τσβάιχ. Στο τελευταίο παρακολουθούμε τον γοητευτικό πνευματικό μύθο της Αυστροουγγαρίας, μιας μικρογραφίας, κατά τη γνώμη μου, του πειράματος της Ενωμένης Ευρώπης, που επιχειρείται αργά αλλά σταθερά σήμερα. Ο χθεσινός κόσμος, χωρίς να μένει προσκολλημένος στο ντοκουμέντο και τη λεπτομέρεια, μόνο με ό,τι συντήρησε η μνήμη του συγγραφέα που ζούσε εξόριστος στη Βραζιλία, δεν είναι απλώς κορυφαία μαρτυρία ιστορικών γεγονότων, αλλά σειρά μεγάλων ιμπρεσιονιστικών εικόνων. Ως τελευταία πράξη ζωής (ο Τσβάιχ αυτοκτόνησε το 1942, πριν να κυκλοφορήσει το βιβλίο), αυτή η αφήγηση ανασυνθέτει ένα περιβάλλον υψηλών αξιών και βαθιάς καλλιέργειας.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Στην Στενογραφία, τελευταίο βιβλίο μου, έγραφα ότι «η μεγάλη λογοτεχνία κάνοντάς μας να γνωρίσουμε τα πάθη μακρινών και επινοημένων προσώπων, συντελεί, ώστε με την πλησμονή των αισθημάτων, των κρίσεων και των σκέψεων γι’ αυτά (την υπεραπασχόληση με τον κόσμο τους) να περιφρονούμε, δυστυχώς, την καθημερινή ζωή και τους πραγματικούς ανθρώπους γύρω μας. Με ακολουθούν, λοιπόν, για να απαντήσω στο ερώτημά σας, αρκετοί χαρακτήρες, με τη μοίρα και την εικόνα των οποίων συνομίλησα ή γοητεύθηκα. Άλλωστε, η λογοτεχνία υπάρχει γιατί η ζωή, υπολείπεται, σε τελειότητα, ενός έργου. Το τελευταίο έχει όλα τα στοιχεία που μας λείπουν. Δεν γερνάει, δεν παρέρχεται, δεν φοβάται. Θυμάμαι ότι ο Φλομπέρ, δήλωνε ζηλότυπα πως δεν ανεχόταν το γεγονός ότι θα ζει η Μποβαρί όταν ο ίδιος θα είναι σκόνη. Αργότερα, ο μοντερνισμός προσπάθησε να φέρει αυτό το δέος στο επίπεδο ενός κειμένου, έκθετου στην ερμηνεία. Η κριτική απαίτησε την ίδια σημασία με το κείμενο. Στην πιο γελοία εκδοχή, ο αναγνώστης «έγινε» συγγραφέας. Αγαπώ λοιπόν, για να επιστρέψουμε στην ερώτηση (γι’ αυτό τον θυμάμαι επαρκώς), τον νεαρό ναυπηγό Χάνς Κάστορπ του Μαγικού Βουνού, που ζει την αγωνία ενός δραματικού τόπου, το μεγαλειώδες σκηνικό όπου βρίσκεται το σανατόριο «Μπέργκχοφ» στο ορεινό Davos της Ελβετίας. Όμως και όλοι οι περί αυτόν είναι σπουδαία λογοτεχνικά πρόσωπα, σύμβολα ροπών, ιδεών, πεποιθήσεων. Στο περιβάλλον τους συντίθεται μια περιοχή βαθύτατης πνευματικότητας, συνθήκη αξεδιάλυτη από την αγωνία της φθοράς και του θανάτου. «Ιστορία παλιά, σκεπασμένη ήδη από πολύτιμη ιστορική σκουριά», όπως λέει ο Μαν εισάγοντας ως ένα συντελεσμένο παρελθόν το βιβλίο. Μένω, λοιπόν, με την εντύπωση ότι σ’ αυτή την ωκεάνεια σύνθεση τα πάντα έχουν ειπωθεί (η μεταφυσική, η επιστήμη, η Ιστορία, η τέχνη, ο έρωτας). Οι σελίδες του έχουν εμψυχώσει χαρακτήρες με στάσεις και διαθέσεις, που κάνουν αυτό το τεράστιο χρονικό πραγματικά αποκαλυπτική αφήγηση.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Σε πάρκα, στο λεωφορείο, στο πλοίο. Η ολοκλήρωση όμως των κειμένων μου γινόταν πάντα σε απόλυτη συγκέντρωση και με αφόρητα αργούς ρυθμούς. Ασχολούμαι για χρόνια με κάθε κείμενο. Αυτό δεν το αναφέρω ως αρετή, αλλά ως αποτέλεσμα μιας βασανιστικής νεύρωσης. Πιστεύω ότι πάντα έχει τη δυνατότητα να γίνει καλύτερο, συνεπέστερο με την αναζήτηση της πρώτης ιδέας. Για μένα είναι αμφίβολο αν τελειώνει ποτέ ένα έργο, κι αυτό διότι ξέρουμε ότι η πρώτη ύλη του δεν παραδίδει αμαχητί τις αντιστάσεις της αφενός, και ότι το απόλυτο ενός αισθήματος είναι τελειότητα που δεν αναπαράγεται, απλώς προσεγγίζεται, με άλλα μέσα. Στην Στενογραφία έγραφα ακριβώς αυτό, με τη μορφή του αφορισμού: «Όλα τα νοήματα είναι επιφυλακτικά με τη γλώσσα, δεν διαθέτουν όμως κανένα καλύτερο μέσον για να υπάρξουν. Ή, διαφορετικά, οι λέξεις δεν αρμόζουν ποτέ σε αυτό που θέλουν να πουν». Λυπάμαι αν θα φανούν υπερβολικά γερασμένες ή ιδεαλιστικές αυτές οι απόψεις, αλλά δεν μπορώ να δω το κείμενο ως ένα απολύτως αυτόνομο σώμα, έκθετο στις διαθέσεις της ανάγνωσης. Καταλάβαίνω, εν μέρει, εκείνον που δίνει τα αναγνωστικά του νοήματα στο κείμενο, για μένα όμως πάντα παραμένει κυρίως αυτός που πάνω του δοκιμάζεται μια πρωταρχική βούληση, μια πραγματοποιημένη ονειροπόληση του συγγραφέα. Χρήσιμο παράδειγμα, από την Στενογραφία και πάλι, ένας σύντομος φιλοπαίγμων αφορισμός: «Ο αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος. Θα ακούσει και θα μεταδώσει άλλα πράγματα».
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Στην ποίησή μου κίνητρο είναι η αναδρομή. Η νεύρωση του παρατατικού, όπως λέω. Στα υπόλοιπα κείμενά μου, αυτά που μοιάζουν με εκτεταμένο αφορισμό και περιέχουν ιδέες και γνώμες, ελάχιστα με επισκέπτεται η αποκάλυψη. Οι ιδέες μου προκύπτουν, κυρίως, στη διάρκεια και εξ αφορμής αναγνώσεων λογοτεχνίας. Η ανάγνωση είναι μια σίγουρη μεσιτεία που μου παρέχει εναύσματα και ερεθίσματα, με τα οποία δουλεύω. Το κείμενο είναι, σ’ αυτή την περίπτωση, σαν ένα υπέροχο ταξίδι που κάναμε, και που οφείλεται στο ότι συναντηθήκαμε τυχαία με τα θέλγητρα ενός τουριστικού προσπέκτ. Να προσθέσω ότι μ’ ενδιαφέρει η «κλοπή», το «δάνειο». Το διακείμενο, όπως το λέει η Θεωρία. Μου αρέσει η χρήση ξένων μερών ή ιδεών στη σύνθεση μιας νέας κατασκευής. Είναι συνθήκη που μοιάζει με αυτή των νεότερων εποχών, οι οποίες έχτιζαν πάντα με υλικά δανεισμένα από κατασκευές αρχαίες και προγενέστερες. «Μήπως οι θαυμάσιες κολόνες της Σάντα Μαρία ντέλι Άντζελι δεν προέρχονται από τις Θέρμες του Διοκλητιανού και ο χαλκός από το Πάνθεον δεν χρησιμοποιήθηκε για τον Άγιο Πέτρο;», αναρωτιόταν σε ένα γράμμα του ο Λίστ, μιλώντας για τα καπρίτσια της Ιστορίας. Μπορώ ακόμα να προσθέσω ότι κάθε παροπλισμένο αντικείμενο, κάθε αγνοημένη ή λανθάνουσα ύλη θα επιθυμούσε να γίνει μέρος ενός καινούργιου συνόλου, να διατεθούν δηλαδή τα ξεχασμένα στοιχεία χάριν μιας νέας συνθέσεως που θα μιλήσει με τα δάνεια υλικά, θα ξαναβγεί στη ζωή ως αυτοτελής πρόταση.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;
Ο Χάνς Κάστορπ του Μαγικού Βουνού και ο πρίγκιπας Σαλίνα, του Γατόπαρδου. Ο πρώτος για το προσωπικό του πεπρωμένο, έτσι όπως εμφανίζεται ξαφνικά, όταν από το Αμβούργο ταξιδεύει και επισκέπτεται έναν νοσηλευόμενο εξάδελφό του στο περίφημο Davos, και ο δεύτερος για την πτώση του (αντιλαμβάνεται και βιώνει στωικά μοίρα της τάξης του, της αριστοκρατίας), την εποχή που νέα στρώματα εμφανίζονται στο προσκήνιο της Ιστορίας και αλλάζουν (τέλος του 19ου αιώνα) την εικόνα, τα αιτήματα και τις αξίες της ζωής. Βρισκόμαστε στη Σικελία του 1860. Η Ιταλία ενοποιείται. Το μεγάλο νησί του νότου έχει προσαρτηθεί και η κυβέρνηση του Τορίνο επιθυμεί να διορίσει ορισμένους επιφανείς Σικελούς ως γερουσιαστές στη βουλή του νεοπαγούς κράτους. Κάποιος αντιπρόσωπος φτάνει στο Παλέρμο για να πείσει τον γηραιό πρίγκιπα Σαλίνα να αποδεχθεί τον διορισμό. Ο περίσκεπτος και κουρασμένος αριστοκράτης απαντά με μιαν αξιοζήλευτη, στη διαύγειά της, ιστορική απαισιοδοξία σ’ εκείνους που οραματίζονται ένα νέο κράτος. «Μου μιλούσατε για μια Σικελία που της προσφέρονται τα θαυμάσια του σύγχρονου κόσμου. Εγώ βλέπω μια γριά που την τσουλάνε με αναπηρικό καροτσάκι μέσα στην παγκόσμια έκθεση του Λονδίνου, που δεν καταλαβαίνει τίποτε, που την αφήνουν αδιάφορη τα Χαλυβουργεία και λαχταράει μόνο τον ύπνο της, το μουσκεμένο από σάλια προσκεφάλι της και το δοχείο της νύχτας κάτω απ’ το κρεβάτι……». Έχω προσέξει πως ελάχιστοι στην Ελλάδα γνωρίζουν την ιδιότυπη περίπτωση του Λαμπεντούζα και του μοναδικού του έργου. Ο Γατόπαρδος είναι μυθιστόρημα αναφοράς κι αυτό, γιατί μιλάει για τις μεγάλες κοινωνικές ανατροπές, μια ευγένεια που ο εκφραστής της θρηνεί αξιοπρεπώς, και τις τρομακτικές διαφοροποιήσεις του αιώνα των μαζών.
Να μην αγνοήσω τον Γουσταύο Άσενμπαχ, από τον Θάνατο στη Βενετία, σύμβολο θηρευτή της ομορφιάς και του απόλυτου, που στην αρχή της νουβέλας ζητάει απλώς «τέσσερις βδομάδες ανάπαυσης σε κάποιο κοσμοπολιτικό κέντρο του γελαστού νότου». Ωστόσο, απαντώντας σ’ αυτή την ερώτηση, δεν στέκομαι στο πόσο αγαπημένος είναι για μένα κάποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας. Αυτό είναι η φυσική έλξη της γοητείας και του ρεμβασμού που ασκεί η σημαντική πεζογραφία. Νιώθω ότι η σημασία αυτού του πλασματικού κόσμου (το αναφέρω σε κάθε ευκαιρία) είναι ο απρόσβλητος, οριστικός και ακέραιος χαρακτήρας του, που στον αντίποδα της δικής μας μοίρας συνιστά απελπισμένο αντίδοτο της προσωρινότητας. Μόνον έτσι, μ’ αυτή τη σημασία, μπορούμε να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα του ιερού (στοιχείο δεν ξέρω πόσο εξωαισθητικό), που συνοδεύει τις τέχνες.
Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;
Η επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (Κέδρος, 2001) είναι πεζόμορφη ποίηση. Ένα νέος κάνει δεκαεπτά επισκέψεις σε έναν ηλικιωμένο με άνοια. Μιλάει μαζί του, συνομιλώντας στην ουσία και με τη δική του μοίρα, με τον καθρέφτη του. Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Νεφέλη, 2000) είναι ένα ιδιότυπο οδοιπορικό, γραμμένο με κάθε είδος λόγο. Μπορείς να το πεις αφήγημα, χρονικό, ποιητική σπουδή. Ταξίδια στην Ευρώπη και παιδικές μνήμες ανακατεύονται αναδεικνύουν τον πνευματικό χαρακτήρα ενός βλέμματος. Έκανα ένα πείραμα πρόσφατα μ’ αυτό το βιβλίο. Πήρα ορισμένα κείμενά του και τα τοποθέτησα στην προσεχή, ανέκδοτη ακόμη, ποιητική μου συλλογή (Τέσσερις Εποχές). Αυτά τα κείμενα λοιπόν στάθηκαν πολύ πειστικά ως ποιήματα. Αυτό σημαίνει κάτι που γνώριζα. Ότι πίσω απ’ τα κείμενά μου και τις αναφορές τους, πίσω από έναν κόσμο συγκεκριμένων εμμονών που είναι τα βιβλία μου (ο χρόνος και το χαμένο, κάτι που μοιάζει πολύ με μεμψιμοιρία) υπάρχει η ποίηση. Κάθε προσέγγιση κατατείνει σ’ αυτήν, ακόμα κι αν μιλάει με ιδέες, με λογικούς ορισμούς. Η Στενογραφία (Κέδρος, 2006) είναι προσπάθεια να ειπωθούν αφοριστικά οι αλήθειες του συγγραφέα για τον ίδιο και τα πράγματα. Η ιστορία, η αισθητική, η γραφή, βιώματα και οράματα είναι οι περιοχές στις οποίες κινείται το βλέμμα. Ο συγγραφέας εξομολογείται και αυτοπαρωδείται («με την αυτοπαρώδηση», λέει ο Σιοράν, «μειώνουμε πολύ τις ήττες μας, μπορούμε εν τέλει να τις απολαμβάνουμε».) Όλα αυτά, με το στοίχημα τα βιώματα να γίνουν ύφος και στιλ, που είναι η πειθώ της αλήθειας μας και της αλήθειας της γραφής. Η ζωή με εχθρούς (Μελάνι, 2009) κυκλοφορεί τώρα. Είναι συγκέντρωση κειμένων τα οποία εμφανίστηκαν ως εντυπώσεις, κριτικές ή δοκίμια, θέλοντας όμως να έχουν το χαρακτήρα της δημιουργικής γραφής, κι ακόμα να παρατηρήσουν και να σχολιάσουν αποκαλύπτοντας και φωτίζοντας τα αντικείμενά τους . Είναι ένα βιβλίο με μαρτυρίες βιωματικής ζωής μέσα από διάφορα είδη λόγου.
Δυστυχώς, κυρίως δικά μου ποιήματα και διηγήματα, που δεν τολμώ να πιστέψω πως τελειώνουν, πως είναι έτοιμα, και κλωθογυρίζω γύρω απ’ αυτά εδώ και πολύ καιρό, ανασφαλής και αβέβαιος. Εδώ κι εκεί βλέπω, κάποτε και τα ποιητικά βιβλία που μου στέλνουν. Τα περισσότερα (με το βάρος, δυστυχώς, ενός λόγου που δεν μεταλλάσσεται και με την αδυναμία παραγωγής κάποιου πειστικού μικρόκοσμου) αρνούνται να απογειωθούν, και άλλα βουίζουν σε χαμηλή πτήση. Τέλος, σπανιότερα, εμφανίζεται διακριτό και αναγνωρίσιμο το αξιοσημείωτο.
Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Όχι, είναι καθαρό εμπόδιο. Με εκφράζει κι εδώ ο 19ος αιώνας. Μετά τη διάλυση της μορφής, όπως την ξέρουμε, ακούω μετά βίας τους εξαρθρωμένους ήχους. Όπως ένας γάλλος τεχνοκριτικός έλεγε για τη ζωγραφική (στις αρχές του αιώνα) στον γιό του «Πρόσεξε, μέχρι τον Σεζάν, μην προχωρείς πιο πέρα», έτσι μου λέει και ο εαυτός μου: «Μέχρι τον πρώιμο Ντεμπισί, μετά συμβαίνουν άλλα πράγματα που δεν με αφορούν και δεν τα αγγίζω».
Τι γράφετε τώρα;
Για την ακρίβεια δεν γράφω. Διορθώνω, τελειοποιώ, αναδιοργανώνω (δεν ξέρω με πόση επιτυχία, για ορισμένα κείμενα είμαι ικανοποιημένος, αλλού δεν μου βγαίνει και το παλεύω).Τα διηγήματα είναι ιστορίες από τη δεκαετία του ’50 και η ποίηση (έχει τίτλο Τέσσερις Εποχές) είναι αφηγηματικά ποιήματα που έχουν συγκεκριμένο θέμα, δεν ομφαλοσκοπούν και δεν ασχολούνται ναρκισσιστικά με τον εαυτό τους ως γλωσσική αυτοαναφορά. Γενικά μιλώντας τώρα, πιστεύω πως δεν υπάρχει μεγάλο κείμενο αν δεν υπάρχει μεγάλο θέμα. Ο υπέροχος κατηχητικός λόγος, π.χ., του Χρυσοστόμου («Πού σου το νίκος Άδη…») έχει απέναντί του την κορυφαία ανθρώπινη αγωνία, τον θάνατο, και τη βαθιά νοσταλγία της αθανασίας. Όταν κανείς ενηλικιώνεται φιλοδοξεί, ή σ’ αυτό θα πρέπει να κατατείνει, να συνομιλήσει με τα μεγάλα ζητήματα της ζωής. Στα νιάτα μας, με τον ναρκισσισμό και την αφέλεια μιας άψαχτης δύναμης, νομίζαμε ότι αρκούσε να υμνήσουμε ένα κορίτσι ή να αμπελοφιλοσοφήσουμε για τον ουρανό. Μπροστά σ’ ένα έργο, σκέπτομαι, πρέπει να συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα ισχυρό, να νιώθει κανείς την έκπληξη και τον αιφνιδιασμό ενός ανυποψίαστου, ενός πρωτόγονου, που βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τα χρόνια πέρασαν. Όλα είναι πολύ απαιτητικά πια, γι’ αυτό πολύ δύσκολα.
Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν.
Όχι σπουδαία πράγματα, διάλογος με την επικαιρική πρόκληση, συχνά δοκισοσοφία, λόγος, φυσικά, χωρίς την προοπτική που αναγνωρίζουμε στο απαιτητικό δημιουργικό κείμενο. Διακρίνεται αμέσως από την έκφραση που έχει πίσω της μια προφανή στοχαστική αγωγή. Συναντιόμαστε συχνά με τον κοινό τόπο, που με μικρό φορτίο και χωρίς αξιώσεις, έχει τη βεβαιότητα ότι θα κριθεί με συγκατάβαση. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά είναι λίγες για να διαμορφώσουν εικόνα. Κυριαρχεί η μέτρια πανσπερμία, οι αγαθές προθέσεις, συχνά ο στόμφος, η ιδεολογική μονομέρεια, και προκειμένου για τις σελίδες κριτικής, η απόλυτη γενναιοδωρία και εξίσωση των πάντων. Γενικολογώ, αλλά αυτό το τελευταίο είναι, κατά τη γνώμη μου, η χειρότερη παθογένεια των ηθών μας. Τα αδιαφοροποίητα κριτήρια, η έλλειψη κλίμακας μεγεθών. Μια συγκαταβατική δημοκρατία όπου τα νεοελληνικά αντιμετωπίζονται με το φόβο μήπως παρεξηγήσουν ή παρεξηγηθούν.
Από το ιστολόγιο Πανδοχείο
3 σχόλια:
Κύριε Μαυρουδή, τα έχουμε ξαναπεί, αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τις απόψεις σας για τη νεωτερικότητα, που ακούγονται και σαν μια προσωπική σας αντίφαση. Σας θυμίζω ότι το ποιητικό σας "Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια" θεωρήθηκε σαν μια μορφικά τολμηρή γραφή στα δεδομένα της γενιάς σας. Έτσι δεν είναι; Tι θα απαντούσατε, είμαι περίεργος, στο ερώτημα: "ποια θα ήταν η σημερινή έκφραση χωρίς τις ανατροπές του τελευταίου αιώνα;"
φιλικά
Γ.Γ.Σχινάς
Να απολογηθώ για το διαδίκτυο: Εμείς στο διαδίκτυο είμαστε μεγαλόθυμοι, ενώ στα έντυπα συχνά βγάζουν μάτια, όχι εξαιτίας μιας κριτικής επάρκειας και οξύνοιας που μπορεί να ξεχωρίζει την ήρα από το σιτάρι, αλλά λόγω προσωπικών εμπαθειών. Ακόμη στο διαδίκτυο η επικοινωνία είναι πιο άμεση από ότι στο έντυπο-π.χ. αυτό το σχόλιο- και γι αυτό ο λόγος έχει τα χαρακτηριστικά της προφορικότητας. Αυτό Κώστα μπορεί να σε ενοχλεί, εμένα όχι, αν και με ενοχλεί το γεγονός ότι ορισμένοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ξαναδιαβάσουν το κείμενό τους για τυχόν λάθη επιμέλειας, παραλείψεις και αντιστροφές γραμμάτων, λάθος τόνοι κ.λπ.
καλοπροαίρετα πάντα, να πω στον κύριο ή την κυρία που σας κάνει την πρώτη ερώτηση ότι δεν υπάρχει "πρόσφατος" συγγραφέας. Υπάρχει σύγχρονος ή νεότερος.
Σχολαστικός
Δημοσίευση σχολίου