Τελευταία απογεύματα με την Τερέσα
του Χουάν Μαρσέ
Υπάρχουν παρατσούκλια που μαρτυρούν όχι μόνο ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής αλλά και σε τι είδους κοινωνία ζει κάποιος.
Τη νύχτα της 23ης Ιουνίου 1956, γιορτής του Άι Γιάννη, ο αποκαλούμενος Λεοντόκαυλος αναδύθηκε από τις σκιές της γειτονιάς του, ντυμένος μ’ ένα ολοκαίνουργιο κανελί καλοκαιρινό σακάκι· κατέβηκε περπατώντας την οδό Καρμέλο μέχρι την πλατεία Σανλέι, πήδηξε πάνω στην πρώτη μοτοσικλέτα που βρήκε παρκαρισμένη και η οποία του προσέφερε σχετικές εγγυήσεις ατιμωρησίας (αυτή τη φορά δεν ήθελε να την κλέψει, απλώς να τη χρησιμοποιήσει και μετά, όταν πλέον δεν θα τη χρειαζόταν, να την εγκαταλείψει) και ξεχύθηκε με ταχύτητα στους δρόμους τραβώντας για το Μοντζουίκ. Πρόθεσή του, εκείνο το βράδυ, ήταν να πάει στο Πουέμπλο Εσπανιόλ στου οποίου το πανηγύρι μαζεύονταν τουρίστριες. Στα μισά όμως του δρόμου άλλαξε ξαφνικά ιδέα και κατευθύνθηκε προς τον οικισμό του Σαν Χερβάσιο. Με τη μηχανή στο ρελαντί, εισπνέοντας τη μυρωδάτη νύχτα του Ιουνίου που ήταν φορτωμένη με αόριστες υποσχέσεις, διέσχισε έρημους δρόμους, με φράχτες και κήπους δεξιά και αριστερά, μέχρι που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μοτοσικλέτα και να καπνίσει ακουμπισμένος στους λασπωτήρες ενός απίθανου σπορ αυτοκινήτου, παρκαρισμένου έξω από μια έπαυλη. Στο εκθαμβωτικό μέταλλο του καπό, πάνω σ’ έναν αντικατοπτρισμό από αεικίνητα φώτα, είδε να αντανακλάται το μελαγχολικό και στρυφνό πρόσωπό του, με το σοβαρό βλέμμα και την κιτρινωπή επιδερμίδα, ενόσω η απαλή μουσική ενός φοξ-τροτ χάιδευε τη φαντασία του· απέναντι, σ’ έναν ιδιωτικό κήπο στολισμένο με φαναράκια και χάρτινες γιρλάντες, γινόταν γιορτή.
Η εορταστική ατμόσφαιρα της νύχτας, η χαρούμενη διάθεση και το κέφι του κόσμου δεν ευνοούσαν τις ασχήμιες, πολύ περισσότερο σ’ εκείνη τη γειτονιά· μια συντροφιά όμως από καλοντυμένα ζευγάρια, που πέρασε ακριβώς δίπλα από το νεαρό, δεν μπόρεσε να κρύψει την αμυδρή ενόχληση που προκαλεί μερικές φορές ένα ασαφές στοιχείο αταξίας, που είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς: αυτό που τραβούσε το βλέμμα πάνω στο νεαρό, ήταν η αυστηρή ομορφιά των μεσογειακών χαρακτηριστικών του και κάποια ανησυχητική ακινησία που διατηρούσε μια παράξενη σχέση –μια ύποπτη ισορροπία, θα ήταν καλύτερα να πούμε– με το εκπληκτικό αυτοκίνητο. Δεν πρόλαβαν όμως να διαισθανθούν κάτι περισσότερο. Παρότι προικισμένοι με λεπτότατη όσφρηση και ευαίσθητοι ακόμα και στην πιο ανεπαίσθητη υλική ασυμφωνία, δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν σ’ εκείνο το ωραίο μέτωπο την ντελικάτη απάθεια που προηγείται των ακραίων αποφάσεων, ούτε στα μάτια που έμοιαζαν με οργισμένα αστέρια την αόριστη εκείνη σκοτεινιά, ενδεικτική βασανιστικών σκέψεων που θα μπορούσαν ακόμα και να δικαιολογήσουν ηθικά τη διάπραξη εγκλήματος. Το σκούρο χρώμα των χεριών του, τα οποία την ώρα που άναβε το δεύτερο τσιγάρο έτρεμαν αδιόρατα, έμοιαζε με στίγμα. Αλλά και στα μαύρα του μαλλιά, που ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, υπήρχε κάτι, πέραν της φυσικής γοητείας, που έκανε τα γυναικεία βλέμματα να καρφώνονται με ελαφριά ανατριχίλα: υπήρχε μια μυστική και μάταιη προσπάθεια, μια χιλιοδιαψευσμένη αλλά ακόμα ανέγγιχτη ελπίδα: ήταν ένα από εκείνα τα περιποιημένα χτενίσματα στα οποία συναντά κανείς τα αδιάσειστα στοιχεία της καθημερινής πάλης ενάντια στη μιζέρια και τη λησμονιά, εκείνη τη μανιασμένη κοκεταρία των αδιόρθωτων μοναχικών και των φιλόδοξων μεγαλομανών.
Όταν επιτέλους αποφάσισε να σπρώξει την καγκελόπορτα του κήπου, το χέρι του, όπως το χέρι ορισμένων αλκοολικών όταν πάρουν το δεύτερο ποτήρι, σταμάτησε να τρέμει, το κορμί του ορθώθηκε, τα μάτια του χαμογέλασαν. Προχώρησε στο στρωμένο με γαρμπίλι μονοπάτι και, ξαφνικά, του φάνηκε ότι διέκρινε μια σκιά που κινιόταν ανάμεσα στους θάμνους, στα δεξιά του: μέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, ανάμεσα στα κλαδιά, τον κοίταζαν με προσοχή δυο μάτια που έλαμπαν. Κοντοστάθηκε και πέταξε το τσιγάρο. Ήταν δυο κίτρινα σημεία, ακίνητα, που τον κάρφωναν με θράσος. Ο παρείσακτος ήξερε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το καλύτερο είναι να χαμογελάσεις και να μην δειλιάσεις. Όταν όμως πλησίασε, τα δύο φωτεινά σημεία εξαφανίστηκαν και διέκρινε μια αδιόρατη γυναικεία μορφή να απομακρύνεται βιαστικά προς την έπαυλη· η σκιά κρατούσε στα χέρια της κάτι που έμοιαζε με δίσκο. «Άσχημα ξεκινήσαμε, αγόρι μου», είπε στον εαυτό του, την ώρα που προχωρούσε από το μονοπάτι που όριζαν οι θάμνοι προς την πίστα του χορού, η οποία στην πραγματικότητα ήταν πίστα για πατίνια. Με τα χέρια στις τσέπες, υποκρινόμενος απόλυτη αδιαφορία, κατευθύνθηκε κατ’ αρχάς στον αυτοσχέδιο μπουφέ που είχε στηθεί κάτω από μια μεγάλη ιτιά και σερβιρίστηκε κονιάκ με σόδα, αφού πρώτα πάλεψε ενάντια σ’ ένα συμπαγές τείχος από πλάτες. Κανείς δεν φαινόταν να του δίνει την παραμικρή σημασία. Με το που στράφηκε προς μία κοπέλα που κατευθυνόταν προς την πίστα του χορού, χτύπησε με τον αγκώνα του την πλάτη ενός νεαρού και έχυσε λίγο κονιάκ.
«Συγγνώμη», είπε.
«Δεν τρέχει τίποτα», απάντησε ο άλλος χαμογελώντας και απομακρύνθηκε.
Η γαλήνια αδιαφορία, που έμοιαζε σχεδόν απαξιωτική, και η αυτοπεποίθηση που διέκρινε στο πρόσωπο του νεαρού, τον έκαναν να ανακτήσει τη δικιά του. Κάτω από την ιτιά, στο ημίφως, και με το ποτήρι στο χέρι αισθάνθηκε στιγμιαία ασφαλής. Κινούμενος αθόρυβα, χωρίς να τραβά ιδιαίτερα την προσοχή, αναζήτησε μια ντάμα για το χορό που να του ταίριαζε εκείνη τη στιγμή, ούτε ιδιαίτερα εντυπωσιακή, αλλά ούτε και πολύ συνεσταλμένη.
Απόδοση για το «Δ»: Κωνσταντινος Παλαιολογος
Ο Χουάν Μαρσέ γεννήθηκε στη Βαρκελόνη το 1933. Ανήκει στην αποκαλούμενη Σχολή της Βαρκελόνης (Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Χουάν Γκοϊτισόλο, Τερένσι Μος, Εδουάρδο Μεντόθα κ.ά.). Στα ελληνικά
κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Η μαγεία της Σαγκάης (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου, Σέλας, 1995) και Η ουρά της σαύρας (μετάφραση Μελίνα Παναγιωτίδου, Bell, 2003). Άλλα σημαντικά μυθιστορήματά του είναι τα Si te dicen que caí (1973), La muchacha de las bragas de oro (1978), El amante bilingüe (1990) και Canciones de amor en Lolita’s Club (2005). Το 2008 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το Βραβείο Θερβάντες, το σημαντικότερο βραβείο των ισπανικών γραμμάτων.
Εισιτήριο να πας ή να έρθεις
του Χουάν Βιθέντε Πικέρας
Όποιον γεννιέται σε χωριό τον μεγαλώνει ο ορίζοντας
και τον παίρνει μαζί του κάποιο τρένο
οποιοδήποτε
οποιοδήποτε απόγευμα.
Μόνη του αποσκευή
είναι μια βεβαιότητα:
πως η ζωή είναι μακριά.
Περνά την εφηβεία του
κοιτώντας χάρτες, σύννεφα,
νοσταλγώντας με πόνο μακρινά τοπία,
γονατιστός μπροστά στη θεά Φυγή.
Μέχρι που κάποια μέρα
παίρνει ένα τρένο και φεύγει
προς αναζήτηση της απόμακρης
φωνής του, και της μητέρας του,
από την οποία δραπετεύει για να μπορέσει να υπάρξει
και έχει πάει στο σταθμό να τον αποχαιρετήσει,
βγάζει ένα άσπρο μαντίλι
και σκουπίζει τα δάκρυά της,
φυσάει τη μύτη της, εγκαταλείπεται
στο ρόλο της εγκαταλειμμένης μάνας
τη στιγμή που το τρένο απομακρύνεται
και την μετατρέπει
σε μακρινό σημείο
σε νιφάδα ενοχής
που τον εκλιπαρεί: γύρνα.
Και εκείνος βλέπει να πετούν ελιές, αμπέλια, ταύροι,
άλλα χωριά, μέρες, χρόνια, σύννεφα
στην οθόνη του παραθύρου.
Διασχίζει χώρες και τοπία.
Νοσταλγεί όλα όσα δεν θα συναντήσει.
Και ζει δραπετεύοντας από τη μοίρα του,
σκοντάφτοντας κάθε μέρα στην ίδια πέτρα,
νιώθοντας ντροπή που νοσταλγεί
όλα εκείνα που θέλησε να εγκαταλείψει.
Να επιστρέψει κανείς ή να μην επιστρέψει: αυτή είναι η απορία,
έτσι λένε, αλλά δεν είναι αλήθεια,
αφού δεν υπάρχει ένα εκεί στο οποίο να επιστρέψει
ούτε ένα εδώ όπου να αποφασίσει να μείνει.
Μόνο το τρέμουλο του τρένου όπου αυτά γράφονται.
Ακόμα δεν έχει φτάσει πουθενά αλλά, παρ’ όλα αυτά,
στο μυαλό του τριγυρνάει ένα ρήμα:
επιστρέφω, επιστρέφω, επιστρέφω…
Επαναλαμβάνει τη λέξη
μέχρι που ξεχνάει τι σημαίνει,
όχι μόνο η λέξη
αλλά το να την προφέρει συνέχεια
έτσι, ξανά και ξανά.
Η ζωή είναι μόνο πήγαινε
αλλά αυτός πιστεύει στο έλα.
Και θα επιστρέψει σ’ ένα χωριό
που πλέον δεν θα είναι δικό του.
Και θα επιστρέψει σε μέρη
που πλέον δεν θα αναγνωρίζει,
μέχρι που πια δεν θα ξέρει
τίποτα ούτε για τον εαυτό του ούτε για το πού
ή γιατί επιστρέφει,
και η επιστροφή θα μετατραπεί
σε φτερούγισμα δίχως φωλιά,
σε μελαγχολική διαστροφή.
Μέχρι που κάποια μέρα θα επιστρέψει για μια κηδεία
που θα δώσει τέλος σ’ αυτό που δεν έχει.
Όποιον γεννιέται σε χωριό
τον μεγαλώνει ο ορίζοντας
και τον παίρνει μαζί του το τρένο
οποιοδήποτε απόγευμα
προς μια θάλασσα ενός άλλου κόσμου,
προς έναν τόπο που δεν έχει σταθμό
ή ένα σταθμό που δεν έχει τόπο.
Είναι πλέον το τρένο, στο θρήνο του, στον παλμό του,
αυτό που επαναλαμβάνει επιστρέφω επιστρέφω επιστρέφω,
και εκείνος ακούει το ρήμα το ρήμα το ρήμα
που γίνεται σιγά-σιγά σάρκα,
που γίνεται σιγά-σιγά απόγευμα.
Και ξαφνικά κάποιος
του λέει πως έφτασε στον προορισμό του,
που είναι και το τέλος της διαδρομής.
Βγαίνει από το άδειο τρένο
σ’ έναν έρημο σταθμό.
Στο τέλος της αποβάθρας
βλέπει τη μάνα του που κουνάει εκείνο το μαντίλι
σαν να τον αποχαιρετούσε
ενώ, αντίθετα, τον προσμένει
εδώ και τόσα χρόνια.
Αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει σε μια πόλη
απ’ την οποία κανείς δεν επέστρεψε ποτέ.
Τα τρένα, δίχως αυτόν πια,
συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να πηγαίνουν και να έρχονται.
Απόδοση για το «Δ»: Κωνσταντινος Παλαιολογος
Ο ποιητής Χουάν Βιθέντε Πικέρας γεννήθηκε στο Ντούκες δε Ρεκένα (Βαλένθια) το 1960. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
3 σχόλια:
Epistrefontas sto spiti poly proi,diavasa tis anartiseis pou proerhontai apo to neo DENTRO. Akoma den promitheftika to tefhos, parolo pou me endiaferei poly o Karouzos. H logotehnia pou dimosievete meta tin yli ton afieromaton (to eho ksanapei)einai kali idea. Krata to periodiko se shesi me tin logotehnia pou grafetai kai metafrazetai. Afta ta dyo keimena, pantos, pou dimosievontai edo den me enthousiazoun. Thelo na do tin ypoloipi yli. Provlima sto pliktrologio. Sygnomi gia tin eikona toy keimenou
Geia sas
Εξαιρετικό το καινούργιο τεύχος. Το αφιέρωμα στον Καρούζο έλειπε. Η δε στήλη Facebook έχει μια λεπτότατη ευαισθησία που απουσιάζει από τα αδιάφορα περαστικά βλέμματα που συναντάμε γύρω μας. Σας ευχαριστούμε για το ωραίο κοίταγμα
Λοιπόν, αυτός ο ισπανός ποιητής ζει στην Αθήνα, απ' ότι βλέπω. Γράφει και κινείται ανάμεσά μας χωρίς να ακούγεται, εκτός ίσως στον κύκλο των ισπανόφωνων της πόλης. Ας τα βλέπεουν οι θορυβοποιοί, που νομίζουν ότι κάνουν ποίηση κτυπώντας τύμπανα στους δρόμους, οργανωτές πανηγυριών ή οι άλλοι που πληρώνουν με το υστέρημά τους την έκδοση "άσκοπων" συλλογών. Μπράβο που τον βρήκατε.
Μιχάλης Τ.
Δημοσίευση σχολίου