Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Επέτειοι

Πριν 14 χρόνια, 29η Ιουλίου το απόγευμα, περνούσαμε οικογενειακώς τα σύνορα της Ανδόρας και κατευθυνόμασταν προς τη νότια Ισπανία. Μας φωτογραφίζει η Χριστίνα και διακρίνεται εκτός απ' το παλιό μας Nissan, η Φλώρα, ο Γκόγκος και εγώ. Την φωτογράφο προσέχουν δύο ελβετοί (αναγνωρίζονται από τους αριθμούς των δικύκλων τους) μοτοσυκλετιστές, δεξιά.

 
Φωτογραφία: ΕΠΕΤΕΙΟΙ

Πριν 14 χρόνια, 29η Ιουλίου το απόγευμα, περνούσαμε οικογενειακώς τα σύνορα της Ανδόρας και κατευθυνόμασταν  προς τη νότια Ισπανία. Μας φωτογραφίζει η Χριστίνα και διακρίνεται εκτός απ' το παλιό μας Nissan, η Φλώρα, ο Γκόγκος και εγώ. Την φωτογράφο προσέχουν δύο ελβετοί (αναγνωρίζονται από τους αριθμούς των δικύκλων τους) μοτοσυκλετιστές, δεξιά.

Η εποχή


Εκτός απ’ την τεχνητή βροχή, που πάντα αναγνωρίζεται στο σινεμά και την καταλαβαίνουμε εύκολα απ’ την ασυνέχεια, την ανισομερή πτώση της, κλπ, υπάρχει ένα άλλο στοιχείο που είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί: Η εποχή, όπως την "αναγνωρίζουμε" στις παλιές φωτογραφίες. Ποιος κινηματογραφικός Μεσοπόλεμος δεν ήταν εγχείρημα του ενδυματολόγου; Ας θυμηθούμε την πινακοθήκη των ηρώων στον εξαίσιο "Κονφορμίστα", ή στο "1900" του Μπερτολούτσι. Οι φινέτσα και η χάρη στις μπούκλες της Ντομινίκ Σαντά μας γοήτευσε, παρέμεινε ωστόσο πράξη της κομμωτικής.

Η πιο φυσική σκέψη είναι να υποθέσουμε ότι με την ιστορική αναπαράσταση, οι γραμμές, το χτένισμα, το παλιό αόριστο ήθος στην κίνηση, θα κάνει τον σύγχρονο ηθοποιό «ιστορική» παρουσία. Ωστόσο, να που καμιά μπριγιαντίνη δεν παλιώνει το κεφάλι του πρωταγωνιστή. Υπάρχει ένα άγνωστο, ανεντόπιστο και μη αναπαραστάσιμο στοιχείο. Κάτι σαν ιδέα και αίσθηση γνησιότητας. Με κάποιον μυστηριώδη τρόπο είναι καταγραμμένη ταυτοτικά η ίδια η εποχή, που επιφυλάσσεται στη μίμηση και αρνείται την αναπαραγωγή της.

Το πνεύμα της εποχής δεν είναι έργο ενδυματολογικής αλήθειας, πολύ λιγότερο βέβαια του φόντου και των επίπλων ενός στούντιο. Μια ολόκληρη περιοχή ηθών, αισθημάτων, σχέσεως με τον παλιό κόσμο, έχει καταγραφεί στην έκφραση, στο σώμα, στα νοήματα του βλέμματος, στη μετωπική αντιμετώπιση της μηχανής από τον φωτογραφούμενο (αχνοφαίνονται ο δισταγμός και η επιφύλαξη για την κάμερα), ακόμα και το κινησιολογικό ύφος μέσα στην πόλη είναι ιδιαίτερο, αν πρόκειται για εξωτερικό χώρο.

Δεν είναι ότι έχουν χαθεί μια σειρά από κώδικες. Κι αυτούς ακόμα αν μιμηθούμε (πράγμα εύκολο στο σινεμά), η αναπαράσταση πείθει ελάχιστα. Στον φωτογραφημένο απόντα η εποχή δηλώνεται από βουβά και ανεντόπιστα (αλλά επίμονα) σημεία. Θα πρόσθετα βιαστικά ότι το ίδιο συμβαίνει με την παλιά πόλη και τους αστικούς χώρους. Κάθε απόπειρα να αποδοθούν δρόμοι, λεωφόροι, πλατείες είναι ακατόρθωτη. Το βλέπω ακόμα και σε μεσαιωνικές πόλεις όπου δεν έχει αλλάξει ούτε ένα κάγκελο μπαλκονιού.

Ο οικισμός, όπως ο άνθρωπος, έχει αναγνωρίσιμο πνεύμα. Με ό,τι κι αν μπολιάσουμε μια παλιά φωτογραφία, παρά την αρωγή των πιο τέλειων μέσων στο κολάζ, η παλιά εικόνα μιλά πάντα για το δικό της χρόνο και την απουσία. Μοιάζει με κάτι που μου είχε αφηγηθεί ο Α.Ν., απόγονος ισπανόφωνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Όταν κάποτε στην Ισπανία αγόρασε μιαν ομπρέλα, μιλώντας τα ισπανικά του παππού του, τον ρώτησαν από ποια περιοχή της χώρας είναι. Καταγόταν από μια μακρινή περιοχή του χρόνου. 


Φωτογραφία άγνωστης οικογένειας. Από το παζάρι της Κυριακής, 27.7.2014
 
 
Φωτογραφία: Η ΕΠΟΧΗ

Εκτός απ’ την τεχνητή βροχή, που πάντα αναγνωρίζεται στο σινεμά και την καταλαβαίνουμε εύκολα απ’ την ασυνέχεια, την ανισομερή πτώση της, κλπ, υπάρχει ένα άλλο στοιχείο που είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί: Η εποχή, όπως την "αναγνωρίζουμε" στις παλιές φωτογραφίες. Ποιος  κινηματογραφικός Μεσοπόλεμος  δεν ήταν εγχείρημα του ενδυματολόγου;  Ας θυμηθούμε την πινακοθήκη των ηρώων στον εξαίσιο "Κονφορμίστα", ή στο "1900" του Μπερτολούτσι. Οι φινέτσα και η χάρη στις μπούκλες της Ντομινίκ Σαντά μας γοήτευσε, παρέμεινε ωστόσο πράξη της κομμωτικής. 

Η πιο φυσική σκέψη είναι να υποθέσουμε ότι με την ιστορική αναπαράσταση, οι γραμμές, το χτένισμα, το παλιό αόριστο ήθος στην κίνηση, θα κάνει τον σύγχρονο ηθοποιό «ιστορική» παρουσία. Ωστόσο, να που καμιά μπριγιαντίνη δεν  παλιώνει το κεφάλι του πρωταγωνιστή. Υπάρχει ένα άγνωστο, ανεντόπιστο και μη αναπαραστάσιμο στοιχείο. Κάτι  σαν ιδέα και αίσθηση γνησιότητας. Με κάποιον μυστηριώδη τρόπο είναι καταγραμμένη ταυτοτικά η ίδια η εποχή, που επιφυλάσσεται στη μίμηση και αρνείται την αναπαραγωγή της. 

Το πνεύμα της εποχής δεν είναι έργο ενδυματολογικής αλήθειας, πολύ λιγότερο βέβαια του φόντου και των επίπλων ενός στούντιο. Μια ολόκληρη περιοχή ηθών, αισθημάτων, σχέσεως με τον παλιό κόσμο, έχει καταγραφεί στην έκφραση, στο σώμα, στα νοήματα του βλέμματος, στη μετωπική αντιμετώπιση της μηχανής από τον φωτογραφούμενο (αχνοφαίνονται ο δισταγμός και η επιφύλαξη για την κάμερα), ακόμα και το κινησιολογικό ύφος μέσα στην πόλη είναι ιδιαίτερο, αν πρόκειται για εξωτερικό χώρο. 

Δεν είναι ότι έχουν χαθεί μια σειρά από κώδικες. Κι αυτούς ακόμα αν μιμηθούμε (πράγμα εύκολο στο σινεμά), η αναπαράσταση πείθει ελάχιστα. Στον φωτογραφημένο απόντα η εποχή δηλώνεται από βουβά και ανεντόπιστα (αλλά επίμονα) σημεία. Θα πρόσθετα βιαστικά ότι το ίδιο συμβαίνει με την παλιά πόλη και τους αστικούς χώρους. Κάθε απόπειρα να αποδοθούν δρόμοι, λεωφόροι, πλατείες είναι ακατόρθωτη. Το βλέπω ακόμα και σε μεσαιωνικές πόλεις όπου δεν έχει αλλάξει ούτε ένα κάγκελο μπαλκονιού. 

Ο οικισμός, όπως ο άνθρωπος, έχει αναγνωρίσιμο πνεύμα. Με ό,τι κι αν μπολιάσουμε μια παλιά φωτογραφία, παρά την αρωγή των πιο τέλειων μέσων στο κολάζ, η παλιά εικόνα μιλά πάντα για το δικό της χρόνο και την απουσία. Μοιάζει με κάτι που μου είχε αφηγηθεί ο Α.Ν., απόγονος ισπανόφωνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Όταν κάποτε στην Ισπανία αγόρασε μιαν ομπρέλα, μιλώντας τα  ισπανικά του παππού του, τον ρώτησαν από ποια περιοχή της χώρας είναι. Καταγόταν από μια μακρινή περιοχή του χρόνου. 

Φωτογραφία άγνωστης οικογένειας. Από το παζάρι της Κυριακής, 27.7.2014

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Κυκλοφορεί το νέο τεύχος μας

Aνάρτηση από τον τοίχο του σημερινού πρωταθλητή Bill Goudelis, που παρέδωσε με αγώνα δρόμου το τευχος του ΔΕΝΤΡΟΥ στην κατανάλωση.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Θάλασσα




Ανατολική Αττική. Απόγευμα Κυριακής. Όσο έμεινα εκεί διάβαζα (και κάπου κάπου σκεπτόμουν), ένα σύντομο κείμενο για τον "Αντιδραστικό".

"Ο αντιδραστικός πιστεύει ότι είδε με εξαιρετική διαύγεια τους αιώνιους κανόνες που καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων".

Αναρωτιέμαι αν εκείνος που δεν έχει καμιά έφεση στη δράση, τη δράση την οποία οι άλλοι θεωρούν ανανεωτική, είναι ένα είδος αντιδραστικού. Κι ακόμα αν εκείνος που είναι γεμάτος επιφυλάξεις για την Ιστορία και τους νόμους της ανήκει σ' αυτή την οικογένεια. Σαν ψύλλος πήδηξε στη μνήμη μου κάποια παλιά ταινία (ποια ήταν αλήθεια;) του πιο ανυπόφορου σκηνοθέτη που είδα ποτέ. Ρώτησαν έναν νεαρό ήρωα του Γκοντάρ σε τι πιστεύει και θυμάμαι (προδικτατορικός θεατής) να απαντά: "στην Ιστορία!"

Οι συλλογικές σωτηρίες βρίσκουν απέναντί τους έναν τύπο ανθρώπου επιφυλακτικό και γεμάτον αρνήσεις μετά από μιαν ηλικία. Θαυμάζει συγγραφείς και απόψεις που μάλλον στην πλευρά του "αντιδραστικού" κατατάσσονται. Βλέπω ότι ισχύουν ορισμένες απ' αυτές τις αρχές και σε μένα. Αγαπώ τον αντιδημοκρατικό Πλάτωνα (όσο τον ξέρω), τον Δάντη (που ξαναδιαβάζω τώρα και χαίρομαι την πιο υψηλή και ποιοτική γκρίνια που εκδηλώθηκε ποτέ στον κόσμο), τον Μπαλζάκ, τον Νίτσε, τον Σιοράν, που έλεγε (από μνήμης, δυστυχώς): "....Χωρίς πεποιθήσεις, και μόνος ανάμεσα σε αλήθειες".

Αυτό τελικά είναι ως φαίνεται η "αντιδραστική" σκέψη: να βλέπεις τη συνεχή κίνηση, τις διαρκείς μεταβολές, και να ξέρεις ότι η κοιλιά που γεννά είναι ίδια, "ένας κήπος με μονοπάτια που διακλαδώνονται, ο τόπος ενός ατέλειωτου παιχνιδιού με δεδομένες αρχές".

Μαζεύω πετσέτες, ομπρέλα, ρούχα. Περνώ από έναν μακρύ ξύλινο διάδρομο. Αρχίζει από το νερό και φτάνει μέχρι την καρδιά ενός καλόγουστου μπαρ (στην αρχή της άμμου). Δεξιά κι αριστερά ξαπλώστρες και τραπεζάκια πλήρη. Παρά τα προβαλλόμενα θέλγητρα, κοίταξα μόνο τα χέρια μιας αναγνώστριας, με έναν ανοιχτό τόμο της ευπώλητης Λένας. Να πάλι ο αντιδραστικός (και ρομαντικός) Νίτσε, που δεν καταλάβαινε και είχε αλλεργία με τη μανία του αιώνα του για την εγγραμματοσύνη των μαζών.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Το ανεξακρίβωτο μέλλον

Παλιές φωτογραφίες πλήθους. Κατάμεστα βαγόνια και πρόσωπα που αποχαιρετούν απ' την αποβάθρα, πλατείες με περιπατητές, μεσοπολεμικοί δρόμοι. Ποτέ δεν πρόκειται για μια αθώα παράσταση. Άγνωστοι, που κανένας τους πια δεν υπάρχει, δραματοποιούν τη σημασία της εικόνας. Σε αντίθεση με τη μέριμνα για έναν επώνυμο απόντα, εδώ ρωτάς για το ανεξακρίβωτο μέλλον. Ποιος ήταν; Πού, μέσα σε ποια περιπέτεια έπαψε να υπάρχει; Χωρίς ταυτότητα, το ανώνυμο πρόσωπο κρύβει την εξέλιξή του, ο άγνωστος που εντοπίζουμε αποσιωπά ή αφήνει στη σκιά το αίνιγμα της μοίρας του και, κυρίως, την κρισιμότερη πληροφορία: τις συνθήκες και τις τρομερές λεπτομέρειες του τέλους.

Κ.Μ. "Στενογραφία", σελ. 132. Κέδρος, 2006
Φωτογραφικό αρχείο: Ευώνυμος Βιβλιοθήκη
 
 
Φωτογραφία: Παλιές φωτογραφίες πλήθους. Κατάμεστα βαγόνια και πρόσωπα που αποχαιρετούν απ' την αποβάθρα, πλατείες με περιπατητές, μεσοπολεμικοί δρόμοι. Ποτέ δεν πρόκειται για μια αθώα παράσταση. Άγνωστοι, που κανένας τους πια δεν υπάρχει, δραματοποιούν τη σημασία της εικόνας. Σε αντίθεση με τη μέριμνα για έναν επώνυμο απόντα, εδώ ρωτάς για το ανεξακρίβωτο μέλλον. Ποιος ήταν; Πού, μέσα σε ποια περιπέτεια έπαψε να υπάρχει; Χωρίς ταυτότητα, το ανώνυμο πρόσωπο κρύβει την εξέλιξή του, ο άγνωστος που εντοπίζουμε αποσιωπά ή αφήνει στη σκιά το αίνιγμα της μοίρας του και, κυρίως, την κρισιμότερη πληροφορία: τις συνθήκες και τις τρομερές λεπτομέρειες του τέλους.

Κ.Μ. "Στενογραφία", σελ. 132. Κέδρος, 2006
Φωτογραφικό αρχείο: Ευώνυμος Βιβλιοθήκη

Επισκέπτες

Επισκέπτες στα γραφεία του ΔΕΝΤΡΟΥ. Ένας νέος πεζογράφος, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης ("Οι αλεπούδες στην πλαγιά") και η Χριστίνα Μαυρουδή.
 
 
Φωτογραφία: Επισκέπτες στα γραφεία του ΔΕΝΤΡΟΥ. Ένας νέος πεζογράφος, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης ("Οι αλεπούδες στην πλαγιά") και η Χριστίνα Μαυρουδή.

Η χαμένη πόλη

Ας πούμε ότι θα επιβεβαιωθεί η ελπίδα μου να γράψω Τέλος στην τελευταία σελίδα αυτό το φθινόπωρο. Το αίσθημα του πλήρους απέναντι σε ένα κείμενο δεν ξέρεις αν και πότε θα σε επισκεφθεί. "Η χαμένη πόλη" (προσωρινός τίτλος ενός βιβλίου που η αφηγηματικότητα συνυπάρχει με τις ιδέες και την αφοριστική σκέψη) φαίνεται να προχωρά πιο γρήγορα απ' όσο συνήθως. Να δούμε.
 
 
Φωτογραφία: Ας πούμε ότι θα επιβεβαιωθεί η ελπίδα μου να γράψω Τέλος στην τελευταία σελίδα  αυτό το φθινόπωρο. Το  αίσθημα του πλήρους απέναντι σε ένα κείμενο δεν ξέρεις αν και πότε θα σε επισκεφθεί.  "Η χαμένη πόλη" (προσωρινός τίτλος ενός βιβλίου που η αφηγηματικότητα συνυπάρχει με τις ιδέες και την αφοριστική σκέψη) φαίνεται να προχωρά πιο γρήγορα απ' όσο συνήθως. Να δούμε.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

1 Ιουλίου 2014



Κατεβαίνοντας την Αλεξάνδρας, είδα ότι ένα παιδί βρισκόταν επί τω έργω, στον τοίχο του Παναθηναικού. Τι δραστηριότητα κι αυτή με τα γκράφιτι!. Ένας φίλος μου έλεγε το περασμένο Σάββατο, ότι μας θεωρεί λαό φίλεργο περί την τέχνη, αφού ο καθένας με κάτι θέλει οπωσδήποτε να απασχολεί τα χέρια και το νου του.

Ο συνομιλητής βέβαια (εγώ) δεν συμφώνησε, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο είναι ο ορισμός του ερασιτεχνικού. Και, τόνισε, ότι δεν πρέπει να ξεχνούμε πως αυτόν τον πληθωρισμό του μετρίου (εν ταυτώ και κακόγουστου) επικαλείται ως επιχείρημα η δημιουργική ταυτότητα της χώρας.

Εν πάση περιπτώσει, ο φωτογράφος κατέβηκε την Αλεξάνδρας, έστριψε την θορυβώδη Ιπποκράτους και βρέθηκε στις παρυφές των Εξαρχείων, όπου ένα κουρείο τού ενέπνευσε τη διάθεση να βελτιώσει την εικόνα του.

Ο ειδικός επί της κόμης είχε καταγωγή από το Μπαγκλαντές, υποστήριζε την Αργεντινή στο Μουντιάλ, μιλούσε επαρκώς τη γλώσσα μας και όταν του είπα ότι ήρθα στον κόσμο όταν η Ινδία και το Πακιστάν γίνονταν διαφορετικές χώρες, όπως και ότι στη σύγκρουση Πακιστάν-Μπαγκλαντές είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο, διέκρινα δέος στην έκφρασή του, ο χρόνος πάντα είναι μέγεθος, για πολλούς λόγους, υποβλητικό. Με ρώτησε αν έχω πάει στην Ντάκα, και έδειξε σαν να είχε δεχτεί μια προσωπική φιλοφρόνηση όταν έμαθε ότι ταξίδεψα νέος στη χώρα του και έχω τις καλύτερες των εντυπώσεων από τους ανθρώπους και τον τόπο.

Φωτ. του γκράφιτι: Κ.Μ.
Φωτ. κουρείου: Τ.Γ.

Γοργίας

Γοργίας ο Λεοντίνου. Σκέψεις για την παραπλανητική δύναμη του λόγου και για τις θαυματουργές αρετές του. Διάβαζα πέρσι τέτοιον καιρό το "Ελένης εγκώμιο" που αυτό το θέμα έχει, θέλοντας να εμπλουτίσω μια σύντομη ιστορία στο βιβλίο μου "Η Αθανασία των σκύλων". Εκεί κάποιος (με σοβαρά άρρωστη τη σύζυγό του που φεύγει για να χειρουργηθεί στην Γερμανία τη δεκαετία του '50), μιλά με φράσεις που ασυνείδητα νομίζει ότι εξημερώνουν και κρατούν υπό τον έλεγχό του τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, αντίθετα με τα υποκοριστικά που σμικρύνουν τις έννοιες, χρησιμοποιεί αυξητικές μεταφορές νιώθοντας ότι στερεώνει μιαν ευοίωνη έκβαση. Λέγοντας πως το ταξίδι τους θα γίνει με έναν "τετρακινητήριο κολοσσό της Suissair", ότι "το Μόναχο είναι η Μέκκα της ιατρικής", ότι "ο γιατρός Σεμπάουερ είναι ένα επιστημονικό Έβερεστ ", μαγικά χειραγωγεί τις εξελίξεις. Δεν μου χρειάστηκε το "Ελένης εγκώμιο" για τη σύντομη ιστορία, που είναι άλλωστε μια αφήγηση του λεπτού. Βρήκα τις σημειώσεις μου προχθές και ξανάνοιξα γοητευμένος το αρχαίο έργο, σύγχρονο και κατανοητό.

[...] Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα πιο θεϊκά έργα· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει, και χαρά να προκαλέσει, και τον οίκτο να αυξήσει. Και θα δείξω ότι έτσι είναι αυτά. [9] Αλλά πρέπει να το δείξω στους ακροατές μου και μέσω της πεποίθησης· θεωρώ και ονομάζω όλη την ποίηση λόγο που έχει μέτρο· όποιοι την ακούν, εισχωρεί μέσα τους φρίκη γεμάτη φόβο, οίκτος όλο δάκρυα, πόθος όλο λαχτάρα, και η ψυχή, με τα λόγια, παθαίνει η ίδια αυτά που ξένα πράγματα και σώματα παθαίνουν στις ευτυχίες και στις δυστυχίες τους. [10] Ας στραφώ τώρα από τον ένα λόγο στον άλλο. Και οι θεϊκές επωδές [20] που λέγονται με λόγια προξενούν ηδονή και διώχνουν τη λύπη· γιατί όταν η δύναμη της επωδής αναμιχθεί με την πίστη της ψυχής, την θέλγει, την πείθει και τη μεταβάλλει με τη μαγεία της.