Κώστας Μαυρουδής, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια, Κέδρος 2001
Αντί, τ. 741, 29 Ιουνίου 2001
Η «Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια», το τελευταίο έργο του Κώστα Μαυρουδή, τον τοποθετεί οριστικά σε μια liminal περιοχή της λογοτεχνίας, σε μια οριακότητα ανόριστη, σε ένα μεταίχμιο ποίησης και πεζού λόγου, που δεν έχει σχέση με το πεζοτράγουδο των αρχών του 20ου αιώνα. Σύντομος λόγος, αποφθεγματικά πυκνός, διακειμενικός, ποιητικός, δοκιμιακός, συχνά αφηγηματικός, θολώνει τα όρια ανάμεσα στα είδη. Τον ίδιο λόγο συναντούμε και στο προηγούμενο έργο του Μαυρουδή, τις «Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι», με τη διαφορά ότι εδώ υπάρχει ένας προσχηματικός αφηγηματικός ιστός, που δίνεται στον τίτλο: επίσκεψη σε γέροντα με άνοια. Τίτλος μεταφορικός. Με τη μεταφορά άλλωστε του τίτλου «παίζει» ο Μαυρουδής και με τον τίτλο του πρώτου, εισαγωγικού κειμένου: Μεταφορά υπερήλικος με άνοια. Το μεταφορά με μεταφορική και με κυριολεκτική έννοια.
Ο αφηγηματικός ιστός υφαίνεται με την κυριολεκτική σημασία. Μεταφορά, σε κάποιο ίδρυμα προφανώς, του γέροντα με άνοια. Στη συνέχεια αρχίζουν οι επισκέψεις, 16 τον αριθμό, με ισάριθμα κείμενα. Ο γέροντας με άνοια αποτελεί τον αποδέκτη της αφήγησης, τον οποίο συνετά ο Μαυρουδής, μετά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, βάζει ως προστατευτική ασπίδα ανάμεσα στον εαυτό του και τον αναγνώστη, στον οποίο αναγνώστη παλιότεροι συγγραφείς όπως ο Σταντάλ δεν παύουν να απευθύνονται μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων τους, με την αμεσότητα μιας ζεστής οικειότητας.
Και ο αφηγητής, τον οποίο πάλι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν ανάμεσα στον συγγραφέα και το έργο του, τι άραγε μπορεί να μεταδώσει στον αποδέκτη της αφήγησης, ένα γέροντα με άνοια;
Η μεταφορική σημασία είναι περίπου το ερώτημα: Τι μπορεί να μεταδώσει ο δημιουργός της τέχνης του λόγου, αλλά και οποιασδήποτε άλλης τέχνης, σε ένα κοινό που η «άνοιά» του, η ελαττωματική προσληπτικότητά του, είναι περίπου η μεταφυσική του συνθήκη; Αλλά, ακόμη παραπέρα, η τέχνη είναι μήπως ένας σολιψισμός χωρίς νόημα, αδυνατώντας να πετύχει τον υπέρτατο στόχο της;
Η επικοινωνία είναι ακατόρθωτη, το μήνυμα είναι αδύνατο να αποκρυπτογραφηθεί, και ούτε καν το μέσο δεν μπορεί να αποτελέσει ένα μήνυμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του Μarshal mac Luhan.
Ο στίχος του Μακ Νης «Τα μουσεία μας προσφέρουν ένα καταφύγιο με κεντρική θέρμανση» (σ. 21) είναι μια από τις διακειμενικές αναφορές που χρησιμοποιεί ο Μαυρουδής για να στηρίξει τις αμφιβολίες του για την τέχνη. Και στο διάλογο του καθηγητή του Καίμπριτζ με τη φοιτήτρια, ο καθηγητής, υπερθεματίζοντας, δηλώνει: «...αυτό συμβαίνει με την τέχνη, την κομψευόμενη σκηνογραφία, που, όταν της μιλάς δεν απαντά, που πάντα κάπου αλλού κοιτάζει. Πείτε μου, ποια σκιά διέλυσε ποτέ αυτή κι ο αλαζονικός καρπός της;» (σ. 33).
Στο έργο αυτό του Μαυρουδή βλέπουμε ένα Παρμενίδη να θρηνεί, συνειδητοποιώντας ότι ο Ηράκλειτος έχει τελικά δίκιο. Τα πάντα έρχονται και παρέρχονται. Το παρόν είναι αμετάκλητα καταδικασμένο να γίνει παρελθόν. Ανύποπτοι συναντούμε το κάθε νέο, «ενώ αυτό επιμένει, ‘είμαι ξένο, είμαι ήδη παρελθόν’» (σ. 30). «Η μνήμη, μια αμφίβολη κυριότητα» (σ. 22), ενώ αμφίβολο γίνεται κάθε γεγονός με το πέρασμα των χρόνων: «Στην πλειστόκαινο όμως της μνήμης μας, σε ένα πέτρωμα απρόσιτο, ίσως σώζεται το ίχνος από τα πέλματα των δυο κολυμβητών» (σ. 28-29). Η φωτογραφία είναι «μια λάμψη εφήμερη, ωστόσο μια λάμψη» (σ. 18), και η εικόνα «υποκαθιστά αργότερα τα γεγονότα», όντας μια «σκιά, εκεί που στεκόταν το ζωντανό σώμα του γεγονότος» (σ. 42).
Και η Ιστορία;
«Κατανοήστε αυτόν που είδε μια παράσταση απ’ τη μέση. Άκουσε μόνον αποσπάσματα, και πριν το τέλος - βλέπετε- υποχρεώνεται ν’ αποσυρθεί» (σ. 12)
Την τέχνη την απορρίπτει και ο Πλάτωνας, για άλλους λόγους. Η εκκλησία την είδε επιφυλακτικά, ως πηγή αισθησιακής ευχαρίστησης (τα όρια αισθητισμού και αισθησιασμού δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, και η ετυμολογία δείχνει τη συγγένεια).
Η επιφυλακτική στάση απέναντι στην τέχνη του Μαυρουδή στην πραγματικότητα ενέχει ένα παράπονο. Παράπονο γιατί η τέχνη δεν μπορεί να πετύχει το ανέφικτο, την Παρμενίδειο ακινησία, την επίτευξη ενός αιώνιου παρόντος, και όχι γιατί «με την τέχνη δεν μπορείς να κάνεις ούτε μια σούπα». Όμως αυτό το ανέφικτο μπορεί να επιτευχθεί μερικά. Το παρακάτω απόσπασμα δίνει το στίγμα του έργου.
«Με την αναπαράσταση ταριχεύουμε το τρέχον (το εφήμερο ζώο). Με την αναπαράσταση ακούει πάλι το όνομά του εκείνο που υπήρξε. Μπορεί, πράγματι, το θέμα του ποιήματος να είναι η ποίηση, αλλά, απέναντι στην κίνηση που του ξεφεύγει, ο ποιητής βυθίζει γεγονότα στα υγρά, ελπίζοντας να στερεώσει κάτι ελάχιστο αυτού του περιπάτου» (σ. 43).
Μόνο η αφηγηματική τέχνη φαίνεται να καταφέρνει το ανέφικτο:
«Το αντιλαμβανόμουν - οφείλω να σας πω -, αν και, ψευδής ή όχι, κάθε αφήγηση είναι διαρκής, με άλλα λόγια, η γραπτή σελίδα συντηρεί δια παντός τα πάθη, που τους αρκεί η επόμενη ανάγνωση για να είναι πάλι ενεργά και νέα.
Καταλαβαίνετε πως, έστω και ακατέργαστη, εκείνη η σκέψη είναι η πρώτη ύλη της έντεχνης γραφής, η γενεαλογία του έργου, που δεν παλιώνει όπως το γεγονός, αλλά μπορεί και ζει εις το διηνεκές (προς δόξαν ποιητών και συγγραφέων), απόλυτα επίκαιρο, ένα υπολογίσιμο αντίδοτο στο χρόνο» (σ. 26-27).
Και πιο κάτω:
«...αν εμφανίζονταν μπροστά μας, στον Βρόνσκι (και όχι Βρόντσκι, ο οποίος με Μπ αντί για Β είναι ο ποιητής) ας πούμε, ή στον Κάρολο Μποβαρύ, έκθαμβος θα του δίνατε το χέρι. ‘Ανέγγιχτος από το χρόνο’, θα ψελλίζατε» (σ. 40. Αλήθεια, προς τι αυτή η παράθεση, δίπλα δίπλα, ενός μοιχού και ενός θύματος μοιχείας, από δυο διαφορετικά μυθιστορήματα;).
Κατά βάθος ο Μαυρουδής ζηλεύει τους «ανυποψίαστους», καθημερινούς ανθρώπους, που δεν βασανίζονται με τα υπαρξιακά του άγχη, για το ότι «Τα παιδιά που θα βρουν τα κόκαλά μας, δεν θα σκεφθούν ποτέ ότι κάποτε αυτά υπήρξαν γρήγορα, σαν αλεπούδες στην πλαγιά» (σ. 41, άλλο διακείμενο από τον Ουάλας Στήβενς). Ζηλεύει «τους περαστικούς, καταβροχθισμένους απ’ το φως, έτσι καθώς βαδίζουν, με τη βεβαιότητα της διάρκειας, με την αυταπάτη της καθημερινής αθανασίας» (σ. 37).
Υπαρξιακό άγχος μπροστά στην αμείλικτη ροή του χρόνου, που καταδικάζει στη λήθη το παρόν (ανέφικτη η α-λήθεια), αμφιθυμική στάση απέναντι στην τέχνη (γιατί να είναι απλά ένα «υπολογίσιμο αντίδοτο στο χρόνο», και όχι το απόλυτο αντίδοτο), χαρακτηρίζουν το έργο αυτό του Μαυρουδή, του οποίου οι υφολογικές αρετές του αναδεικνύουν για μια ακόμη φορά μια παμπάλαιη προβληματική.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Jan Van Eyck
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου