Κυριακή 17 Μαΐου 2009

H προσωπική ανθολογία του Τσε

Το κείμενο αυτό του μεξικανού συγγραφέα Πάκο Ιγνάθιο Τάιμπο ΙΙ πρόκειται να δημοσιευθεί στο τεύχος Νο 169-170 του Δέντρου που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Ιουνίου. Έχει μεταφραστεί από τη Φανή Μουρίκη.



Οι τρεις αξιωματικοί και ο πράκτορας της CIA είχαν ψάξει εξονυχιστικά το σακίδιο. Τελικά η λεία τους ήταν φτωχή: δώδεκα φιλμ, καμιά εικοσαριά χάρτες σημαδεμένοι με χρωματιστά μολύβια, ένα φορητό ραδιόφωνο που είχε πάψει να λειτουργεί εδώ και καιρό, ένα δύο ημερολόγια και ένα πράσινο τετράδιο.

Τα ημερολόγια είχαν δημιουργήσει θόρυβο. Οι αξιωματικοί, αφού διάβασαν τα πολύ μικρά γράμματα, επιβεβαίωσαν ότι επρόκειτο για ένα ημερολόγιο που κάλυπτε την περίοδο από τον Νοέμβριο του 1966 μέχρι τον Οκτώβριο του 1967. Λίγο αργότερα, κοντά στην πόρτα του σχολείου όπου είχαν ετοιμάσει τη φυλακή για τον ιδιοκτήτη του σακιδίου, κατασκεύασαν ένα εργαστήριο όπου ένας πράκτορας της CIA φωτογράφισε τα ημερολόγια. Το υλικό μεταφέρθηκε με ελικόπτερο από ένα συνταγματάρχη στη Λα Παζ, πρωτεύουσα της Βολιβίας. Το πράσινο τετράδιο, όπου μπορεί κανείς να διαβάσει διάφορα ποιήματα, δεν φαίνεται να είχε προκαλέσει εκείνες τις στιγμές μεγάλο ενδιαφέρον. Λίγες ώρες αργότερα, ο ιδιοκτήτης του σακιδίου, ο Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα, θα δολοφονηθεί στο σχολείο της Λα Ιγκέρα και τα φτωχικά του περιουσιακά στοιχεία θα εξαφανιστούν.


Το πράσινο τετράδιο

Ένα αυγουστιάτικο πρωινό του 2002 ο Τζ. Α., παλιός φίλος του συγγραφέα και σύντροφος υπεράνω πάσης υποψίας, άφησε στο γραφείο μου μια δέσμη φωτοτυπίες: «Tι είναι αυτά; Ποιος τα έχει γράψει; Μπορείς να αναγνωρίσεις το γραφικό χαρακτήρα;» Ξεφύλλισα τις σελίδες. Ανατρίχιασα. Έμοιαζε να είναι γραμμένα από τον Τσε. Ήταν αληθινό; Από πού προέρχονταν; Ζήτησα στο φίλο μου δύο μέρες διορία. Πήρα τις φωτοτυπίες στο σπίτι. Σύγκρινα το γραφικό χαρακτήρα με διάφορα έγγραφα που είχα στην κατοχή μου, γραμμένα από τον Τσε. Αναμφίβολα ήταν ο γραφικός του χαρακτήρας. Ξαναμελέτησα με την ησυχία μου εκείνες τις 150 σελίδες με αίσθημα, δεν το αρνούμαι, μεγάλου σεβασμού.

Επρόκειτο για μια συλλογή ποιημάτων, πολλά από τα οποία είχαν τίτλο ενώ άλλα μόνο αρίθμηση και δεν αναφερόταν πουθενά ο συγγραφέας τους. Σε κάποιο σημείο υπήρχε το όνομα Λ. Φελίπε, που σίγουρα έχει σχέση με τον Ισπανό ποιητή Λεόν Φελίπε, εξόριστο στο Μεξικό τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αρκετά κείμενα ήσαν αναγνωρίσιμα. Σίγουρα επρόκειτο για το πράσινο τετράδιο που είχε εξαφανιστεί στη Βολιβία. Πώς είχε φτάσει στα χέρια μου;

Ένα μέρος του τετραδίου είχε γραφτεί σίγουρα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Βολιβίας. Υπάρχει μια φωτογραφία που δείχνει τον Τσε, σκαρφαλωμένο στα κλαδιά ενός δέντρου να κρατάει τσίλιες, ενώ διαβάζει ή γράφει. Ο κατάλογος των βιβλίων που είχε στο σακίδιό του ο Τσε εκείνους τους μήνες είναι γνωστός και ορισμένοι από τους συγγραφείς νομίζω ότι είναι οι ίδιοι που αναγνώρισα στο τετράδιο.

Είχε αντιγράψει τα κείμενα ή τα είχε γράψει από μνήμης; Έψαξα στη βιβλιοθήκη μου και τα σύγκρινα με εκείνα που γνώριζα. Όταν κρατάμε κάτι στο μυαλό μας, δεν μπορούμε να είμαστε τόσο ακριβείς ώστε να θυμόμαστε ότι ένας στίχος καταλήγει σε άνω τελεία, ή ότι μια φράση είναι κομμένη αυθαίρετα σε δύο σειρές με έναν καθορισμένο τρόπο. Γιατί τότε να παραλείψει τα ονόματα των συγγραφέων; Μήπως βρισκόμουν μπροστά σε ένα από αυτά τα αστεία που τόσο άρεσαν στον Τσε; Ήταν ένα διανοητικό παιχνίδι; (Εγώ τους γνωρίζω, ποιος ο λόγος να γράψω τα ονόματά τους;). Ή, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Τσε είχε σκεφτεί ότι έτσι μετέτρεπε το τετράδιό του σε ιδιωτικό έγγραφο, με δυνατότητα προσπέλασης μόνον από τον ίδιον; Ό,τι και αν ήταν, επρόκειτο για ανθολογία. Ήταν η ανθολογία του Τσε. Μια προσωπική ανθολογία.


O Τσε και η ποίηση

Ο Ερνεστο Γκεβαρα, κατα τη διαρκεια της ζωης του, ήταν αδηφάγος αναγνώστης ποίησης. Υπάρχουν εκατοντάδες ανέκδοτα που το επιβεβαιώνουν. Ήταν ένα πάθος που ανακάλυψε στην εφηβεία, μια περίοδο συνεχών κρίσεων άσθματος, όταν ο Τσε, υποχρεωμένος να υπομένει πολλές ώρες ακινησίας, έβρισκε στα βιβλία ένα συγγενικό κόσμο όπου μπορούσε να καταφεύγει. Οι πρώτοι του έρωτες ήσαν ο Πάμπλο Νερούδα και τα Άνθη του Κακού του Μποντλέρ, που παραδόξως τα διάβασε στα γαλλικά. Σε ηλικία 15 ετών είναι η σειρά του Βερλέν και του Αντόνιο Ματσάδο. Πέρα από την ανακάλυψη του Γκάντι που τον εντυπωσιάζει βαθιά, οι φίλοι του τον θυμούνται να απαγγέλλει Νερούδα, αλλά και ισπανούς ποιητές.

Το 1952, σε ηλικία 24 ετών, και ενώ βρίσκεται στη Μπογκοτά, ο Τσε κάνει τη γνωριμία ενός κολομβιανού ηγετικού στελέχους του φοιτητικού κινήματος. Μιλάνε για πολιτική, λογοτεχνία, και ο

Τσε ισχυρίζεται ότι έχει αποστηθίσει όλα τα ποιήματα του Νερούδα. Ο κολομβιανός φοιτητής τον προκαλεί αρχίζοντας να απαγγέλλει κάποιο ποίημα του Νερούδα και σταματά. Ο Γκεβάρα συνεχίζει χωρίς δισταγμό: «...μπορώ να γράψω απόψε τους πιο λυπημένους στίχους/ Να γράψω για παράδειγμα…» και συνεχίζει. Κάπου δύο χρόνια αργότερα, από μια μεξικάνικη φυλακή, θα έγραφε στους γονείς του: «Εάν για έναν οποιοδήποτε λόγο, παρόλο που μου φαίνεται απίθανο, δεν θα μπορούσα πλέον να γράψω και τα πράγματα πήγαιναν προς το χειρότερο, δεχτείτε αυτές τις γραμμές σαν αποχαιρετισμό, όχι δραματικό αλλά ειλικρινή. Διέσχισα τη ζωή αναζητώντας την αλήθεια μου μέσα από χιλιάδες εμπόδια, και τώρα, που βρίσκομαι πλέον σε αυτό το δρόμο, με μία κόρη που θα συνεχίσει την πορεία μου, έχω κλείσει τον κύκλο μου. Στο εξής δεν θα θεωρήσω το θάνατό μου σαν αποτυχία. Ίσως, όπως ο Χικμέτ, «Στον τάφο θα φέρω μονάχα / την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού». […]

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στη Σιέρα Μαέστρα, ο Τσε κατόρθωσε να οργανώσει ένα δίκτυο επαφών, ικανό να μπορεί να στέλνει στο βουνό τα βιβλία του Χοσέ Μαρτί, τις ποιητικές συλλογές του Χοσέ Μαρία Ερέδα, του Χερτρούδες ντε Αβεγιανέδα, του Γκαμπ­ριέλ δε λα Κονθεπθιόν και του Ρούμπεν Νταρίο. Ανάμεσα σ’ αυτά έβλεπες και τη βιογραφία του Γκέτε από τον Εμίλ Λούντβιχ, που διάβασε (όπως φαίνεται σε φωτογραφία), ξαπλωμένος σε μια καλύβα από κλαδιά, σκεπασμένος με κουβέρτα και καπνίζοντας ένα τεράστιο πούρο.

Τον Ιούνιο του 1961, όταν ήταν Υπουργός Βιομηχανίας της νικηφόρας επανάστασης, ο Τσε αποκάλυπτε στον Ίγκορ Μαν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης: «γνωρίζω τον Νερούδα απέξω, και στο κομοδίνο μου έχω τον Μποντλέρ, τον οποίο διαβάζω στα γαλλικά». Ο Γκεβάρα είχε προσθέσει ότι από τα ποιήματα του Νερούδα αγαπούσε πιο πολύ «Το ερωτικό άσμα στο Στάλινγκραντ». Η Αλέιδα Μάρτς, η σύντροφός του, θυμάται: «διάβαζε όλες τις ώρες, σε οποιαδήποτε ελεύθερη στιγμή, ανάμεσα σε δύο συσκέψεις, ή στη διάρκεια των ταξιδιών του».


Ο Τσε ως ποιητής


Ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν μόνο δεινός αναγνώστης. Όλη τη ζωή ερωτοτροπούσε με την ποίηση ως δημιουργός, την είχε πλησιάσει και είχε απομακρυνθεί, αντιμετωπίζοντάς την με απόλυτο σεβασμό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του και πιστεύοντας ότι οι στίχοι του δεν είχαν μεγάλη αξία, δεν θέλησε ποτέ να τους δημοσιεύσει.

Είναι πιθανόν να έγραφε ποίηση σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας του και της πρώτης νιότης του, όμως τα λίγα κείμενα που γνωρίζουμε σήμερα γράφτηκαν μεταξύ του 1954 και του 1956 στη Γουατεμάλα και το Μεξικό. Πρόκειται για ποιήματα ενός ατόμου σε μεταβατική περίοδο, γοητευμένου από το απέραντο σύμπαν (που κατά κάποιον τρόπο τον περίμενε) και από τα προκολομβιανά ερείπια. Το 1955 ο Τσε έγραφε: «Η θάλασσα με καλεί με το φιλικό της χέρι/ το λιβάδι μου – μια ήπειρος – / ανοίγει απαλό και ανεξίτηλο / σαν κωδωνοκρουσία στο δειλινό». Θα επιστρέψει με τα ίδια θέματα σε ένα άλλο ποίημα: «Βρίσκομαι μόνος απέναντι στην αμείλικτη νύχτα / με το ελαφρό άρωμα των εισιτηρίων / η Ευρώπη με φωνή παλιού κρασιού / πνοή ξανθής σάρκας, μουσειακά αντικείμενα. / Με το χαρούμενο κουδούνισμα των νέων χωρών / βρίσκομαι μπροστά στις συγκρούσεις / που έφερε το τραγούδι του Μαρξ και του Ένγκελς».

Όταν ασκούσε την ιατρική στο Μεξικό, ο Τσε χρειάστηκε να θεραπεύσει μια γυναίκα ονόματι Μαρία, με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του άσθματος. Θεωρώντας την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσε η γυναίκα αυτή και το φρικτό θάνατό της σαν προσωπική προσβολή, ο Γκεβάρα έγραψε ένα ποίημα: «Γριά Μαρία, πρόκειται να πεθάνεις / θέλω να σου μιλήσω σοβαρά /η ζωή σου ήταν γεμάτη αγωνίες / δεν είχες εραστή, ούτε υγεία ούτε χρήματα / μόνο την πείνα είχες να μοιραστείς...».

Είναι πιθανόν ότι συνέχισε να γράφει στίχους κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει.


Η ανθολογία


Απο τα 69 ποιηματα που υπαρχουν στο πρασινο τετραδιο, μονο ενα , έφερε το όνομα του συγγραφέα: το 67ο, «Η μεγάλη περιπέτεια», που τελείωνε με το όνομα «Λ. Φελίπε». Τα άλλα 68 δεν είχαν υπογραφή. Αρχικά είχα σκεφτεί να κάνω έναν κατάλογο των ποιητών που αγαπούσε ο Τσε, αλλά αυτό μου φάνηκε αδύνατο όταν αντιμετώπισα κάπου 50 συγγραφείς.

Θα μπορούσα να ανατρέξω στην ευρύτερη παιδεία και ποιητική μνή­μη φίλων ή ειδικών. Ήμουν σίγουρος ότι ο Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ θα μπορούσε να ξεδιαλύνει τα περισσότερα μυστήρια μέσα σε λίγα λεπτά, όμως με γοήτευε η πρόκληση. Έχοντας στο μυαλό μου τον Σέρλοκ Χολμς, χρησιμοποίησα την αδιάσειστη λογική του: από τη στιγμή που αποκλείω τα αδύνατα, τα όσα μένουν… Ξεκίνησα ελέγχοντας καμιά δεκαπενταριά ποιήματα που γνώριζα ή που κατά κάποιον τρόπο έμοιαζαν οικεία. Τον αριθμό 20, από τα 20 ερωτικά ποίηματα και ένα απελπισμένο τραγούδι του Πάμπλο Νερούδα,το περίφημο "Farewell", άλλα δυο ποίηματα του Βαγιέχο «Σε εκείνη τη γωνιά όπου κοιμηθήκαμε μαζί» και «Κατεβαίνω από το άλογό μου απόψε». Ακόμα διάφορα κείμενα του Νικολάς Γκιγιέν: «Δεν ξέρω γιατί σκέφτεσαι εσύ», «Σενσεμαγιά, ένας μακρύς πράσινος αλιγάτορας» και το ίδιο το ποίημα του Φελίπε που αναφέραμε προηγουμένως: «Πέρασαν τέσσερις αιώνες…».

Θεωρητικά έμεναν τέσσερις ποιητές: Ο Νερούδα, ο Βαγιέχο, ο Γκιγιέν και ο Φελίπε. Μου φάνη

κε σωστή η μέθοδός μου: άρχισα να μελετώ τα υπόλοιπα ποιήματα, σχετίζοντάς τα με αυτά τα τέσσερα ονόματα και αφήνοντας για το τέλος τις πιο προβληματικές ταυτοποιήσεις. Υπήρχαν πράγματα σχετικά εύκολα, που μου έφερναν στο νου το Κάντο Χενεράλ, κείμενα που θα μπορούσαν να είναι μόνο του Λεόν Φελίπε ή κάποιου πολύ κοντινού μιμητή του, φράσεις του Βαγιέχο ή καραϊβικοί ήχοι του Γκιγιέν. Κάποιες ανθολογίες αποδείχτηκαν ανεπαρκείς, έτσι αναγκάστηκα να βρω τα άπαντα του Βαγιέχο, του Νερούδα και του Γκιγιέν και να λεηλατήσω τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου αναζητώντας τα βιβλία του Λεόν Φελίπε.

Προφανώς, ένα ειδικός θα είχε πολύ λιγότερες δυσκολίες, αλλά δεν θα είχε χαρεί τόσο κάνοντας αυτή τη δουλειά. Μια βδομάδα αργότερα, μαζί με τα ξενύχτια, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και ατέλειωτα χασμουρητά, είχα εντοπίσει τους συγγραφείς 67 ποιημάτων από τα 69. Τους υπόλοιπους δύο τους ανακάλυψα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας είχα αντιμετωπίσει κάποιες παγίδες: ο Τσε είχε παραλείψει τον τίτλο δύο ποιημάτων, το ένα είχε αντιγραφεί σε δύο ξεχωριστές σελίδες και είχε προστεθεί σε διπλανό, ενώ άλλα δύο είχαν αντιγραφεί αποσπασματικά και είχαν κολλήσει στο επόμενο. Συνολικά όμως η ανθολογία του Τσε είχε σαφές περίγραμμα.

Το τετράδιο περιείχε μια σειρά επιλεγμένων στίχων του Νερούδα, του Βαγιέχο, του Γκιγιέν και του Φελίπε, μόνον αυτών των τεσσάρων ποιητών. Ούτε ενός παραπάνω. Παραδόξως, τα κείμενα δεν είχαν τοποθετηθεί με βάση το συγγραφέα, αντίθετα έμοιαζαν εντελώς ακατάστατα (π.χ. είχαν χρονολογική σειρά όπως θα έκανε μια ανθολογία), δηλαδή ο Τσε είχε διαβάσει και αντιγράψει βιβλία ποίησης των τεσσάρων δίχως συγκεκριμένο κριτήριο. Στην αρχή υπάρχει μια ακολουθία: ένα ποίη­μα του Βαγιέχο, ένα του Νερούδα, ένα του Γκιγιέν, ακολουθία που επαναλαμβάνεται οκτώ φορές. Προς στιγμήν είχα σκεφτεί ότι ίσως υπήρχε ένα μυστικό κλειδί, όμως από ένα σημείο και μετά αυτή η ακολουθία διακόπτεται: στη συνέχεια δεν μπόρεσα να επισημάνω κάποια συνεπή σειρά. […]

Παραμένει μια τελευταία απορία: γιατί ο Τσε δεν είχε συμπεριλάβει στην ανθολογία του το αγαπημένο του ποίημα «Ερωτικό άσμα στο Στάλινγκραντ» του Νερούδα; Γιατί αγνόησε τα ποιήματα του Βαγιέχο για τον ισπανικό εμφύλιο; Η απάντηση ότι τα είχε αποστηθίσει πρέπει να αποκλειστεί, διότι τα ερωτικά ποιήματα του Νερούδα που συμπεριλαμβάνονται εδώ τα είχε επίσης αποστηθίσει. Για κάποιο λόγο, παραλείποντας αυτά τα κείμενα, ο Τσε αφήνει χώρο στην ανθολογία για ερωτικά ή με περισσότερη εσωτερικότητα ποιήματα. Ίσως να ήταν αναπόφευκτη επιλογή εκείνα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στη δίνη μιας επανάστασης που του ξέφευγε από τα χέρια. Η ποίηση σαν καταφύγιο, απέναντι στη σκληρότητα της καθημερινής ζωής, της προσωπικής του ιστορίας και της κοινωνικής μοίρας της Αμερικής.



Ο Πάκο Ιγνάθιο Τάιμπο ΙΙ γεννήθηκε το 1949 στην Ισπανία, αλλά θεωρείται Μεξικανός επειδή η οικογένειά του εγκατέλειψε την Ισπανία το 1958 για να αποφύγει το φρανκικό καθεστώς. Παραγωγικότατος αριστερός διανοούμενος, ιστορικός, καθηγητής, δημοσιογράφος και παγκοσμίως γνωστός πεζογράφος, καθιέρωσε το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα στη Λατινική Αμερική. Το βιβλίο του Βιογραφία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα πούλησε, το 1998, 500.000 αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.




11 σχόλια:

Ραμόν είπε...

Ωραιότατο κείμενο. Μια παρατήρηση μόνο, μάλλον υπάρχει ένα λάθος. Το ποίημα "Μπορώ να γράψω τους πιο λυπημένους στίχους απόψε" στο κείμενο αποδίδεται στον Βαγιέχο αλλά είναι του Νερούδα. ( Puedo escribir los versos mas tristes esta noche)
Υπάρχει κάτι το πολύ συγκινητικό, σχεδόν σπαρακτικό σε αυτή την απελπισμένη αφοσίωση του επαναστάτη στην ποίηση. Τον φανταζόμαστε μέσα στη ζούγκλα της Βολιβίας, άρρωστο και ταλαιπωρημένο ξέροντας ότι ήδη βαδίζει προς το τέλος να φωτίζει με ένα μικρό φακό το τετράδιο του και να αντιγράφει τους στίχους των ποιητών που αγαπούσε. Και καταλαβαίνουμε γιατί από τόσα ποιήματα του Νερούδα εκείνος επέμενε σε αυτό συγκεκριμένα το λυπημένο ποίημα που αρχίζει και τελειώνει με τη φράση " Μπορώ να γράψω τους πιο λυπημένους στίχους απόψε"
Θυμάμαι μια παλιά φωτογραφία του Ερνέστο, από την πρώτη του νεότητα πριν γίνει ακόμα ο Τσε. Ξαπλωμένος σε ένα μπαλκόνι στο Μπουένος Άιρες, ονειροπολεί με το βλέμμα στραμμένο στο άπειρο. Είναι ακόμα το βλέμμα του ονειροπόλου γιατρού όχι του μελλοντικού επαναστάτη και ξέρουμε ότι λίγο καιρό αργότερα από εκείνη τη φωτογραφία ο Τσε διάβηκε ένα ολόκληρο ποτάμι ολομόναχος για να περιποιηθεί και να περιθάλψει φτωχούς λεπρούς.
Ραμόν Νοβάρο.

Κώστας Μαυρουδής είπε...

Αγαπητέ Ραμόν, χρήσιμη η παρέμβασή σου. Και βέβαια είναι λάθος κατανόησης στη μετάφραση το ότι αποδόθηκε το γνωστο ποίημα του Νερούδα στον Βαγιέχο. Ακόμη βλέπω και κάτι άλλο, και ελπίζω να διορθωθεί πριν τη δημοσίευσή του στο προσεχές "Δέντρο". Κάποιες λεπτομέρειες του τύπου "απεγνωσμένο άσμα" που έχει αποδοθεί στα ελληνικά απ' όσο θυμάμαι, "απελπισμένο τραγούδι". Ας ελπίσουμε στο φίλτρο της επιμέλειας που υπάρχει στο περιοδικό.

Babis Dermitzakis είπε...

Τώρα κατάλαβα γιατί ο Τσε δεν τέλειωσε τη ζωή του υπουργός του Κάστρο, σε βαθιά γεράματα, αλλά στα δάση της Βολιβίας. Ένας ποιητής δεν μπορεί ποτέ να γίνει γραφειοκράτης (ή μπορεί;). Κάνω copy and paste την παρακάτω φράση: "Η ποίηση σαν καταφύγιο, απέναντι στη σκληρότητα της καθημερινής ζωής".

Κουμπάρος είπε...

Γειά σας κύριε Δερμιτζάκη, εγώ είμαι ο κουμπάρος της Αλίνας της παλιάς σας γνώριμης. Σχετικά με το θέμα που θίγετε, μπορεί και να μπορεί να γίνει τελικά.. αλλά τότε πάει περίπατο ο ποιητής και μένει μόνο ο γραφειοκράτης. Οσο για την ποίηση είναι πράγματι ένα καταφύγιο μόνο που επειδή το καταφύγιο αυτό είναι παμπάλαιο και μισογκρεμισμένο, η στέγη του μπάζει νερά όταν βρέχει. Με άλλα λόγια δεν μας προστατεύει από τη βροχή και τις καταιγίδες αλλά τι να κάνουμε; ειναι πράγματι το μοναδικό καταφύγιο που έχουμε..

Babis Dermitzakis είπε...

Γεια σου κουμπάρε. Πρώτη παρατήρηση: όταν έγραφα "ή μήπως" προφανώς είχα κάποιον υπόψη μου. Γίνεται να είσαι ποιητής και γραφειοκράτης, και μάλιστα λογοκριτής, όσο και αν αυτό σου δημιουργεί τύψεις.
Το ξέρω ότι το καταφύγιο αυτό "μπάζει νερά", και επειδή δεν είναι το μοναδικό καταφύγιο, εγώ προτιμώ άλλα καταφύγια που δεν μπάζουν. Αυτά είναι το δοκίμιο, το πεζογράφημα και ο σινεφίλ κινηματογράφος.
Μη ξεχάσεις να δώσεις χαιρετίσματα στην κουμπάρα.

Κώστας Μαυρουδής είπε...

Μπάμπη, μολονότι συνήθως οι παρατηρήσεις σου είναι καίριες, πρέπει να σου πω ότι στο τελευταίο σχόλιό σου μάλλον δεν αντιλαμβάνεσαι το εύρος της έννοιας ποίηση, συνθήκης που ο προλαλών κουμπάρος λέει με πικρή φιλοπαιγμοσύνη ότι η στέγη της "μπάζει νερά". Εδώ, κατά την ρήση του κουμπάρου, η ποίηση δεν είναι είδος, κατηγορία, αλλά μια γενική αναφορά του μη πραγματικού που μας στεγάζει και μας παρηγορεί. Δεν είναι ειδικά η ποίηση που υστερεί, είναι ολόκληρος ο δημιουργικός (οεναλλακτικός) κόσμος, το μη πραγματικό που κάνει ό,τι μπορεί, αλλά δεν μπορεί πολλά. Άρα και το δοκίμιο και το διήγημα, που προσπαθείς να τα ξεχωρίσεις το ίδιο ανήμπορα στέκονται.
Το νόημα εν ολίγοις είναι, και συμφωνώ με τον κουμπάρο, ότι δυστυχώς η συνωμοσία του μη πραγματικού δεν επαρκεί, δεν φτάνει.

Babis Dermitzakis είπε...

Κώστα, αυτό το καπέλο που πάει να φορέσει η ποίηση σε όλα τα άλλα είδη του λόγου δεν μου αρέσει. Πάντως στη συγκεκριμένη περίπτωση για ποίηση μιλάγαμε, για ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, για τα ποιήματα που αγαπούσε ο Τσε δεν ήταν το άρθρο; Πάντως αν εσύ μπορείς να παίρνεις την ποίηση με αυτή τη μεταφορική σημασία, εγώ δεν την παίρνω, και νομίζω ούτε και ο κουμπάρος. Εσύ είσαι ποιητής, εγώ δεν είναι, και σου το έχω εκμυστηρευτεί, η ποίηση δεν είναι το είδος που προτιμώ, και τα μόνα ποιήματα που διαβάζω τα τελευταία χρόνια είναι ποιήματα φίλων, μεταξύ των οποίων και τα δικά σου. Και, εδώ που τα λέμε, η ποίηση σαν συγκεκριμένο είδος είναι που υστερεί. Μπορεί να είναι γκλαμουράτη, αλλά αυτοί που διαβάζουν ποίηση είναι λίγοι, οι ποιητικές συλλογές έχουν περιορισμένη κυκλοφορία και οι νέοι ποιητές συνήθως πληρώνουν για την έκδοση των ποιημάτων τους, ενώ ένας πεζογράφος συχνά βρίσκει εκδότη. Και το πεζογράφημα θα βρει πιο εύκολα βιβλιοκριτικούς. Εκτός και αν ο ποιητής είναι τόσο πλούσιος... καταλαβαίνεις ποιον εννοώ.

Ανώνυμος είπε...

O Πεσόα είχε γράψει το έξοχο: "Το ότι υπάρχει η τέχνη σημαίνει πως η ζωή δεν αρκεί". Τώρα κάποιος, με το αγοραίο ψευδώνυμο"κουμπάρος", πλειοδοτεί και μας λέει πως ούτε η τέχνη είναι αρκετή. Δηλαδή,τίποτε δεν παρηγορεί τον απαρηγόρητο.

Babis Dermitzakis είπε...

Πώς τίποτα, και το σεξ;
Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι στο προηγούμενο σχόλιό μου. Έχω την υποψία ότι οι θιασώτες της ποίησης είναι τεμπέληδες αναγνώστες. Οι λάτρεις της πεζογραφίας νομίζω ότι διαβάζουν πολύ περισσότερο - σε χρόνο πάντα. Ένα γκάλοπ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον,νομίζω ότι θα επιβεβαίωνε την υποψία μου.

Κουμπάρος είπε...

Μα δεν είναι αγοραίο ψευδώνυμο το "Κουμπάρος" αγαπητοί. Είναι για μένα τίτλος τιμής και ευγενείας το να είμαι κουμπάρος της Αλίνας. Όπως είναι για κάποιον το να είναι βαρόνος, πρίγκιψ ή δούκας. Και αφού αναφέρθηκε ο Πεσσόα και η σχέση ποίησης και πραγματικότητας, να προσθέσω και κάτι ακόμα που είχε γράψει ο μεγάλος Πορτογάλος ποιητής: "Για όσους σκέφτονται και αισθάνονται, για όσους είναι ξύπνιοι, η φρικτή υστερία των τραίνων, των αυτοκινήτων και των πλοίων δεν τους αφήνει ούτε να κοιμηθούν ούτε και να ξυπνήσουν"
Όσο για την Αλίνα, σας διαβιβάζω τους χαιρετισμούς της. Είναι καλά στην υγεία της αλλά έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Δεν γράφει πια πουθενά, ούτε σε αυτό το μπλογκ επειδή διέκοψε κάθε σχέση με τη συγγραφή και εν μέσω μιας βαθύτατης θρησκευτικής κρίσεως αποφάσισε, αλίμονο! όπως ο Γκόγκολ να ρίξει όλα της τα χειρόγραφα στη φωτιά.

Babis Dermitzakis είπε...

Μάλλον κάτι έπαθε το νευρικό σύστημα του Πεσσόα. Κάτι λέει ο Παυλώφ για το κατώφλι ερεθισμού, το οποίο ανεβαίνει όσο περισσότερο εκτίθεσαι στα ίδια ερεθίσματα κ.λπ., πράγματα που συμβαίνουν στους νορμάλ ανθρώπους. Βέβαια οι καλλιτέχνες-λογοτέχνες κ.λπ. δεν είναι εντελώς νορμάλ, όπως η φίλτατη Αλίνα. Κουμπάρε (εγώ δεν έχω προκαταλήψεις για το αγοραίο όπως ο φίλος μου ο Κώστας, όπως π.χ. για τον αγοραίο έρωτα), κοίταξε να σώσεις κανένα χειρόγραφο της Αλίνας. Πρόσεχε και την ίδια την Αλίνα, μην κάνει κακό στον εαυτό της.