Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος από τον λόγο που εκφώνησε ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι κατά την απονομή του βραβείου Νομπέλ το 1987. Είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά στο Δέντρο Νο 36 (Γ΄ περίοδος, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1988). Αναδημοσιεύεται στο προσεχές τεύχος (Νο169-170) στην στήλη «Επιστροφή», όπου επανεμφανίζονται κείμενα εξαντλημένων ή δυσεύρετων τευχών. Η απόδοση έχει γίνει από την Εσπεράντσα Σουρβίνου
Για έναν απλό ιδιώτη που πάντα προτιμούσε τον ιδιωτικό χαρακτήρα της ζωής από την όποια μορφή του δημόσιου βίου, για έναν άνθρωπο που από την προτίμησή του αυτήν παρασύρθηκε μάλλον μακριά –μακριά προπάντων από τη χώρα του, αφού αξίζει πολύ περισσότερο να είσαι ο έσχατος των εσχάτων σε μια δημοκρατία, παρά μάρτυρας, ή maître à penser, σε μια τυραννία– το να βρεθεί ξαφνικά σε τούτο το βήμα είναι λιγάκι άβολο, είναι δοκιμασία.
Αυτή η αίσθηση γίνεται ακόμα πιο έντονη, όχι τόσο στη σκέψη εκείνων που ανέβηκαν πριν από μένα σε αυτό το βήμα, όσο στη θύμηση εκείνων στους οποίους δε δόθηκε μια παρόμοια τιμή, που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν από δω urbi et orbi και των οποίων η συλλογική σιγή γυρεύει, κατά κάποιον τρόπο, μια διέξοδο και δεν τη βρίσκει. Το μόνο που βοηθάει σε μια τέτοια κατάσταση, είναι η ιδέα –πάρα πολύ απλή– πως, για λόγους πρώτα απ’ όλα προσωπικού ύφους, είναι αδύνατο σ’ ένα συγγραφέα, να μιλήσει για έναν άλλο συγγραφέα• και πιο πολύ ακόμα σ’ έναν ποιητή να μιλήσει για έναν άλλον ποιητή. Αν ο Όσιπ Μάντελσταμ, η Μαρίνα Τσβετάγεβα, ο Ρόμπερτ Φροστ, η Άννα Αχμάτοβα ή ο Όντεν είχαν βρεθεί εδώ, κι αυτοί δε θα μπορούσαν να μιλήσουν παρά μόνο για τον εαυτό τους, κι αυτοί θα είχαν αισθανθεί τρομερά αμήχανοι.
Οι σκιές εκείνες πάντα με συγκινούσαν και με συγκινούν και τώρα. Πολύ λιγότερο, βέβαια, με κάνουν ομιλητικό. Στις καλύτερες στιγμές μου, θα έχω την εντύπωση πως είμαι κάτι σαν όλοι αυτοί μαζί• ένα σύνολο, που όμως θα είναι πάντα κατώτερο από την κάθε μία από τις σκιές εκείνες, αν την πάρει κανείς ξεχωριστά [...].
Αν υπάρχει ένα δίδαγμα της τέχνης –προπάντων για τον καλλιτέχνη– αυτό βρίσκεται ακριβώς στον προσωπικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής. Η τέχνη –που είναι η παλαιότερη μορφή και η πιο επιγραμματική της προσωπικής πρωτοβουλίας– καλλιεργεί στον άνθρωπο, είτε το θέλει είτε όχι, την αίσθηση πως είναι ένα ον μοναδικό• από το κοινωνικό ζώο φτιάχνει άτομο. Πολλά πράγματα μπορεί κανείς να μοιραστεί: το ψωμί, το κρεβάτι, τις πεποιθήσεις, τη γυναίκα που αγαπάει• δεν είναι όμως δυνατόν να μοιραστεί, λόγου χάρη, ένα ποίημα του Ρίλκε. Το έργο τέχνης, ειδικά η λογοτεχνία, και ειδικότερα η ποίηση, απευθύνεται στον άνθρωπο πρόσωπο με πρόσωπο, συνάπτει μαζί του μια σχέση άμεση, χωρίς μεσολαβητές. Και γι’ αυτό το λόγο οι υποστηρικτές της παγκόσμιας ευημερίας, οι επικεφαλής των λαών, οι κήρυκες της ιστορικής αναγκαιότητας, δεν έχουν σε εκτίμηση συνήθως την τέχνη, ειδικά τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Πράγματι, εκεί απ’ όπου πέρασε η τέχνη, εκεί όπου το ποίημα βρήκε αναγνώστες, στη θέση της ομόφωνης συγκατάθεσης που θα περίμεναν, βρίσκουν ψυχρότητα και θέσεις πολυφωνικές• στη θέση της κινητοποίησης, την αδιαφορία και την επιφύλαξη [...] Όσο πιο πλούσια είναι η αισθητική εμπειρία κάποιου, τόσο πιο σίγουρος είναι αυτός για την όσφρησή του, έχει πιο ξεκάθαρες ηθικές προτιμήσεις, πιο πολύ είναι ελεύθερος, χωρίς αναγκαστικά για το λόγο αυτό να είναι και πιο ευτυχισμένος. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να ερμηνεύεται η διατύπωση του Ντοστογιέφσκι «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», ή η δήλωση του Μάθιου Άρνολντ «Η ποίηση θα μας σώσει». Ο κόσμος, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι πλέον δυνατόν να σωθεί, όμως το άτομο μπορεί.
Η αισθητική αντίληψη στον άνθρωπο καλλιεργείται από εσωτερική ανάγκη, γιατί μόλο που δεν συνειδητοποιεί απόλυτα ποιος είναι και τι του χρειάζεται, γενικά ο άνθρωπος ξέρει από ένστικτο τι δεν του αρέσει και δεν του είναι απαραίτητο. Μιλώντας για τον άνθρωπο θα λέγαμε πως είναι πρώτα ον αισθητικό και έπειτα ηθικό. Γι’ αυτό η τέχνη –και προπαντός η λογοτεχνία– δεν είναι ένα υποπροϊόν της εξέλιξης του είδους, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αν αυτό που μας διακρίνει από τους άλλους εκπροσώπους του ζωικού κόσμου είναι ο λόγος, τότε η λογοτεχνία, και μάλιστα η ποίηση, σαν ανώτερη μορφή λογοτεχνικής έκφρασης, είναι –για να εκφρασθούμε ωμά– ο στόχος του είδους μας [...]
Μακριά από μένα η ιδέα της μαζικής μαθητείας στην ποιητική συγγραφή και την ποιητική σύνθεση• όμως αυτό δε σημαίνει πως ο διαχωρισμός μιας κοινωνίας ανάμεσα στην ιντελιγκέντσια και όλους τους άλλους μου φαίνεται παραδεκτός. Στον ηθικό τομέα, αυτός ο διαχωρισμός είναι παρόμοιος μ’ εκείνον που διακρίνει τους πλούσιους από τους φτωχούς στον κοινωνικό τομέα• μα αν για την ύπαρξη της κοινωνικής ανομοιομορφίας μπορεί να ληφθούν υπόψη κριτήρια καθαρά εξωτερικά, υλικά, για την πνευματική ανομοιομορφία τα κριτήρια αυτά είναι αδιανόητα [...]
Δεν προτείνω να υποκατασταθεί το Κράτος από μια βιβλιοθήκη (αν και αυτή η ιδέα μού πέρασε πολλές φορές)• αλλά είμαι πεπεισμέ¬νος πως, αν διαλέγαμε αυτούς που μας κυβερνούν με βάση το τι έχουν διαβάσει και όχι με βάση τα πολιτικά τους προγράμματα, στη γη θα υπήρχαν πολύ λιγότερες συμφορές. Θα έπρεπε να ρωτήσουμε τον ισχυρό διαφεντευτή των πεπρωμένων μας, όχι βέβαια πώς βλέπει την εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής, αλλά τι ιδέα έχει για τον Στεντάλ, τον Ντίκενς ή τον Ντοστογιέφσκι [...]
Επειδή δεν υπάρχουν νόμοι που να μας προστατεύουν από μας τους ίδιους, κανένας κώδικας ποινικός δεν προβλέπει ποινές για τα εγκλήματα σε βάρος της λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα εγκλήματα αυτά το σοβαρότερο δεν είναι η δίωξη των συγγραφέων, ο πειθαναγκασμός της λογοκρισίας, το κάψιμο των βιβλίων. Υπάρχει ένα έγκλημα χειρότερο, κι είναι η υποτίμηση των βιβλίων, η μη ανάγνωσή τους. Αυτό το έγκλημα ο άνθρωπος το πληρώνει σε όλη του τη ζωή.
Κι αν είναι έθνος αυτό που το διαπράττει, τότε το έθνος εκείνο το πληρώνει σε όλη του την ιστορία. Ζώντας στη χώρα που ζω, θα μπορούσα να είχα οδηγηθεί στην αντίληψη πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στην υλική ευημερία του ανθρώπου και στην από μέρους του άγνοια της λογοτεχνίας. Όμως η ιστορία της χώρας στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα με εμπόδισε να πιστέψω κάτι τέτοιο. Αν πράγματι απλοποιήσαμε τη ρωσική τραγωδία σε μια στοιχειώδη σχέση αιτίου-αιτιατού, σε μια διατύπωση συνοπτική, θα μπορούσαμε να την ορίσουμε σαν την τραγωδία μιας κοινωνίας, όπου η λογοτεχνία στάθηκε προνόμιο μιας μειονότητας: της περιβόητης ρωσικής ιντελιγκέντσιας [...].
Ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι (Πετρούπολη, 1940 - Νέα Υόρκη, 1996) από το 1972 έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1987 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νομπέλ για το ποιητικό του έργο, που, όπως αναφέρεται στο αιτιολογικό βραβεύσεως, διακρίνεται για τη μεγάλη ένταση και τον λυρισμό των ποιητικών μέσων που χρησιμοποιεί. Το παρόν κείμενο είναι ο λόγος που εκφώνησε κατά την τελετή της απονομής του Νομπέλ στην Στοκχόλμη.
5 σχόλια:
Σε κάθε τι που θα διαβάσουμε ή θα ακούσουμε θα έχουμε και κάποιες, περισσότερες ή λιγότερες, αντιρρήσεις. Έτσι κι εγώ σ’ αυτό το κείμενο του Μπρόντσκι. Και ξεκινάω με τη φράση, νομίζω υπάρχει δυο φορές, «η λογοτεχνία και μάλιστα η ποίηση». Καθένας βλογάει τα γένια του. Αλλά έχω γράψει σχετικά σε σχόλιο στην προηγούμενη ανάρτηση.
Αντιγράφω (για την ακρίβεια, κάνω αποκοπή και επικόλληση) «Η τέχνη –που είναι η παλαιότερη μορφή και η πιο επιγραμματική της ιδιωτικής πρωτοβουλίας– ». Η τέχνη, οι ανθρωπολόγοι το ξέρουν καλύτερα αυτό, δεν ήταν πάντα μορφή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά συλλογικό προϊόν. Το δημοτικό τραγούδι είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Ακόμη και ο ατομικός ζωγράφος χανόταν πίσω από τη συλλογικότητα της κοινότητας. Ο Ερωτόκριτος, προϊόν ατομικού δημιουργού και τυπωμένος για κατά μόνας ανάγνωση, απαγγελλόταν σε συντροφιές από άτομα που τον ήξεραν απέξω. Το ιδιωτικό στη λογοτεχνία έρχεται σαν αποτέλεσμα του αστικού ατομισμού και της ανάπτυξης της τυπογραφίας. Και το «ατομιστικό» μυθιστόρημα κάνει την εμφάνισή του σε μια εποχή άκρατου ατομισμού, την ελληνιστική εποχή. Το θέατρο εξακολουθεί να διεκδικεί τη συλλογικότητα που είχε στα πρωτόγονα δρώμενα και στην αρχαία τραγωδία. Όσο για το «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» και «Η ποίηση θα μας σώσει» είναι ωραίες μεταφορές, που με το εφέ υπερβολής τους θέλουν να τονίσουν τη σημασία της ομορφιάς στη ζωής μας. Εδώ δεν κατάφεραν να μας σώσουν οι επαναστάσεις και θα μας σώσει η ομορφιά; Η ομορφιά λειτουργεί σαν ηρεμιστικό, αγχολυτικό κ.λπ. χωρίς παρενέργειες. Σχεδόν. Ο Πλάτων είχε άλλη αντίληψη όταν εξόριζε τους ποιητές από την Πολιτεία του.
Διάβασα για τον Μπρόντσκι ότι το σοβιετικό καθεστώς τον καταδίκασε για «αργία». Δεν ήθελε να δουλεύει, ήθελε να διαβάζει και να γράφει ποιήματα. Και το να γράφεις ποιήματα δεν είναι δουλειά.
Και θυμήθηκα το εξής ανέκδοτο. Ένας σπαρτιάτης επισκέφτηκε μια πόλη. Εκεί, κάποιος του είπε ότι ένας συμπολίτης τους καταδικάστηκε για αργία. Και ο σπαρτιάτης: «Οδηγείστε με σε αυτόν τον άνθρωπο που ξέρει να ζει ευγενικά».
Υπερβολές. Ένας εισοδηματίας ζει ευγενικά; Εμείς ζούμε ευγενικά τον χρόνο πέρα από το μεροκάματο. Και βέβαια σαν συνταξιούχοι. Όπως μου είπε ο Ιάσων Ευαγγέλλου: «Όταν γίνεσαι συνταξιούχος αρχίζεις να ζεις».
Κώστα, μια διόρθωση: το Stendhal προφέρεται Σταντάλ, όχι Στεντάλ.
O μεγάλος αδελφός της μητέρας μου, δούλεψε μέχρι την ηλικία των 40 ετών.
Στον τηλεφωνικό κατάλογο δίπλα από το όνομά του έγραφε: ΚτηματίαςTα εισοδήματα που έπαιρνε από μια μεγάλη εγκαταλελειμμένη περιουσία ήταν ισχνά. Ήταν επίσης βαρύτονος της χορωδίας της πόλης του στο κλασικό ρεπερτόριο.Πολλά ταξίδια στο εξωτερικό επίσης με προτίμηση την Ελβετία, λιτός τρόπος ζωής, σχεδόν στρατιωτικός και διάβασμα όλη μέρα κυρίως ιστορικών βιβλίων και λογοτεχνικών. Επίσης ποτέ δεν παντρεύτηκε.
Πάντα τον θεωρούσα -από παιδικό ένστικτο τότε- ως τον πλέον ευγενή ανθρωπο, όχι από άποψη συμπεριφοράς, αλλά από άποψη τρόπου ζωής.
Οι συνταξιούχοι είναι άλλο είδος. Εχουν ήδη ξεχάσει να ζουν.
ρ.
Ανώνυμε, μιλάς για μια εξαίρεση και έναν κανόνα. Εξαίρεση ο θείος σου, κανόνας οι συνταξιούχοι, που όπως μου λέει ένας φίλος μου φαρμακοποιός, οι μισοί ζουν με αντικαταθλιπτικά. Δεν απορρίπτω τις μεταφορές για τις οποίες μίλησα, σίγουρα πολλούς τους "σώζει" η ποίηση, που θα την δεχτώ εδώ με τη μεταφορική, γενικότερη σημασία της, και ακόμη πιο πολλούς η ομορφιά, ανεξάρτητα αν αυτή τη βρίσκουμε στην τέχνη, στη φύση, ή στο πρόσωπο μιας γυναίκας. (και για τις γυναίκες, για να μην είμαι φαλλοκράτης, στο πρόσωπο ενός άνδρα).
Η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα ή αποδεικνύει την ανυπαρξία του;
ρ.
Αυτό πώς να το ονομάσω, λογικό παράδοξο;
Δημοσίευση σχολίου