Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Επιστρεψιμότητα ή «όλα στο μέλλον προχωρούν»;


Διαβάζοντας τις «Τέσσερις εποχές» του Κώστα Μαυρουδή


Από την Πόλυ Χατζημανωλάκη


To εξώφυλλο  του βιβλίου  κοσμεί το Tango του Michael Sowa, του  ζωγράφου με τις ιδιότροπες σουρρεαλιστικές απεικονίσεις των ζώων (που έγιναν γνωστές στο ευρύ κοινό χάρη στους πίνακές του που κοσμούσαν το υπνοδωμάτιο της Αμελί στην ταινία)
Τα πρόσωπα των χορευτών δεν φαίνονται, τα σώματά τους ακίνητα ή ακινητοποιημένα, αγκαλιασμένα σφιχτά για τις ανάγκες της χορογραφίας. Δεν ακούγεται η μουσική και ο χρόνος, η κίνηση,  ο στροβιλισμός των σωμάτων προβάλλεται στο πάτωμα και παντού: με αδιάφορες και βιαστικές πινελιές καλύπτει το φόντο…Δεν γλυτώνει το φόρεμα της ευτραφούς κυρίας…Ο εξόριστος χρόνος επανέρχεται. Ίσως και να είναι πιο σημαντικός στη φούρια του από τις ακίνητες φιγούρες…

Όσο δηλαδή και να θέλει να κρατηθεί η αμετακίνητη εικόνα των χορευτών, σταθερή και αιώνια, η κίνηση διαφεύγει στο υπόβαθρο και οι πινελιές εν τέλει, περνούν αδιάφορα και καλύπτουν με την ομίχλη τους…

Αν επέμεινα κάπως στο σχολιασμό του  πίνακα του εξωφύλλου είναι γιατί θαρρώ – αυτό βέβαια το αντελήφθην μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή – ότι  πρόκειται για μια παραλλαγή στο ίδιο θέμα με το βιβλίο:
Οι εποχές που επαναλαμβάνονται, δίνοντας την απατηλή εντύπωση της  αιώνιας επιστροφής, της σταθερότητας και της αθανασίας ενώ επάνω τους καρφιτσώνεται η χρονολογία, η φθορά που καλύπτει με την αχλύ της τη μνήμη, που όλα τα σαρώνει…

«Νοέμβριος του ʼ56, για να είμαστε συγκεκριμένοι
στο σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα τανκς»

από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής σε αρχάριο ποιητή και μετά παντού μπρος πίσω:
«χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά», 1977, 1953, χρονολογίες της προσωπικής του μυθολογίας,  «ακμαία ενός έτους η ΕΡΕ», αλλά και της ιστορίας που τον περιβάλλει και τον αφορά, όπως το 1715 (το έτος γεννήσεως  του Jean Baptiste de Gribeauval του μηχανικού του γαλλικού στρατού που το όνομά του είχε ένας δρόμος στο Παρίσι «η μικρή παρισινή οδός που με φιλοξενούσε»…ή το 1930, για να αναφερθεί στο τότε πορτρέτο του Λόρκα…

Το ταξίδι στο Κομπρέ των αναμνήσεων, που έρχονται ταξινομημένες περιοδικά στο άρμα των εποχών επιτελείται με την ανάκληση  εκλεκτών στιγμών της βιογραφίας  του αφηγητή που με τους «στίχους στερεώνει ένα σύμπαν πιο σταθερό και από το χαλκό». Από τους χαρακτήρες του εγχειρίδιου του μαθήματος των Αγγλικών, τις υπογραμμίσεις του πατέρα στο βιβλίο και το τρένο των συνειρμών στην ανάγνωση της Μαντάμ Μποβαρί, θραύσματα αναμνήσεων σε ένα πλοίο, σε μια σχολική τάξη, σε μια λουτρόπολη, σε μια γιορτή Χριστουγέννων στην Αυστρία, παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Παρίσι…στιγμές ιδιωτικές, εύθραυστες, που προκαλεί εναγωνίως τον αναγνώστη να αναμετρηθεί μαζί τους…


Η αγωνία της ξενότητας – για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που χρησιμοποίησε ο Νάσος Βαγενάς για τον Ανδρέα Κάλβο – το πόσο αφορά τον Άλλο αυτή η κατάδυση στο βυθό των τόσο προσωπικών αναμνήσεων και η θεραπευτική σκέψη – όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για τον αφηγητή – πώς ό, τι γράφεται αφορά και αυτόν…

Όλα συμβαίνουν στο ποίημα – «η λουτρόπολη είναι μια λουτρόπολη», του απαντά ο ποιητής (στον αναγνώστη «που πάντα επιθυμεί διευκρινίσεις») που κατοικεί στο κείμενο…»
Εκεί του δείχνει  το Κομπρέ, τον  Τόπο του χαμένου χρόνου, τον τόπο των αναμνήσεων…και ο αναγνώστης του εκεί θα τον συναντήσει, με τρόπο ανεξήγητο γιατί ό, τι γράφεται, αν και ξένο, αφορά και αυτόν…
«Ό, τι πέρασε αφορά και αυτόν» παρά το ότι – λέει ο αναγνώστης
«εγώ μεγάλωσα σε άλλη πόλη»…


Εποχές λοιπόν, επαναλήψεις, επέτειοι. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές, διακοπές…όχι για να πυροδοτηθεί η αλυσίδα των συνειρμών και των αναμνήσεων, αυτό που έκανε το άρωμα του τσαγιού με τη μαντλέν στον Προυστ, αλλά για να σταθεροποιηθεί ο χρόνος…να ελεγχθεί…για να πετύχει ο Ποιητής την τέλεια επιστροφή, την «Επιστρεψιμότητα»…
Εκεί που φαντάζεται πως ίσως είναι δυνατόν να συμβεί όταν γράφει:

«από το ναό βγαίνει το ζεύγος Στάντλερ
επαναλαμβάνοντας ανάστροφα την πρωινή πορεία από το
σπίτι.

Πρωινό στην κουζίνα.
Το γάλα πλάγιος πίδακας, επιστρέφει στη φιάλη του, τα δημητριακά επιστρέφουν στη συσκευασία της Νεστλέ.
Με τις πιζάμες του ο σύζυγος
Βαδίζει ανάποδα προς το κρεβάτι
[…]»
Και παρακάτω:
«όπως συμβαίνει (αν θυμάστε) στην ταινία του Βερτόφ
ο χρόνος κινείται αντίστροφα,
το ψωμί επιστρέφει στο αλεύρι…»

Οι πινελιές του εξώφυλλου, μας προδιαθέτουν πια, για το ανέφικτο:

«…κανείς αν εξαιρέσουμε τα τρικ του σινεμά,

Δεν επιστρέφει με την πλάτη.
κανείς δεν ξαναβρίσκει
Την παλιά του θέση.
Η πόλη ας υπόσχεται ό, τι θέλει
[…]
Χριστούγεννα ή όχι
όλα
στο
μέλλον
προχωρούν.
Σε
μια
κατεύθυνση

βαδίζουμε,
Zum
Jungen
Fuchs,
στην
ίδια
ευθεία
όλοι
πάμε.» 


«Όλα στο μέλλον προχωρούν» και η μόνη που ξέρει (κάπως) από φάρμακα, είναι η Τέχνη της Ποιήσεως: «νάρκης του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και λόγω»