Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Οι συγγραφείς σκέπτονται μόνο τα χρήματα

_


(Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το δοκίμιο του Αλεσάντρο Πιπέρνο Το δίλημμα του Ρασκόλνικοφ, στο οποίο ο συγγραφέας αναπτύσσει μια πρωτότυπη και παιγνιώδη θεωρία σχετικά με το ρόλο των χρημάτων και του πλούτου στη θεματολογία του μυθιστορήματος. Ο Πιπέρνο υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, στην «οικονομίστικη» άποψή του, ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής όλων των μεγάλων μυθιστορημάτων, από το Έγκλημα και τιμωρία μέχρι την Μαντάμ Μποβαρί, είναι το χρήμα. Ο Α.Π. είναι επηρεασμένος από τον πρωτοδιδάξαντα Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο οποίος στη διάρκεια μιας πανεπιστημιακής του παράδοσης είχε παρατηρήσει ότι οι ήρωες στο Αναζητώντας το χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ δεν εργάζονται γιατί είναι εισοδηματίες...).

Μόνον ένα είδος όπως το μυθιστόρημα—συγχρόνως βρώμικο και σπινθηροβόλο, χυδαίο και μεγαλοπρεπές, κυνικό και αισθηματικό– θα μπορούσε να έχει ως κεντρικό άξονα το χρήμα. Τι πειράζει εάν αυτός ο φανταστικός πρωταγωνιστής παρουσιάζεται ως μια ήρεμη δύναμη (όπως συμβαίνει στον Τολστόι, τον Τζέιμς, την Γουλφ), ή ως μεγάλος απών (βλέπε Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Ζολά). Αυτό που μετράει είναι ότι αρκεί να ανοίξει κανείς ένα μυθιστόρημα για να μυρίσει την οξεία και μουχλιασμένη μυρωδιά του. Τα μυθιστορήματα και τα χρήματα. Η τέλεια συνεργασία. Παρόλο που δεν διαθέτουν αξία αστραφτερή και σπάνια (όπως διαθέτουν το χρυσάφι ή τα διαμάντια) έχουν και τα δύο μια σαγηνευτικά αλληγορική, προωθητική δύναμη. Το χαρτί και το μελάνι από τα οποία είναι φτιαγμένα δεν έχουν τίποτα που να δικαιολογεί τη συγκίνηση που μας προκαλούν, όμως …

Τα ερωτικά χρέη

Μια ρομαντική αντίληψη υποχρεώνει τον αναγνώστη να θυμηθεί ότι η Έμμα Μποβαρί αυτοκτόνησε για ερωτικούς λόγους. Στην πραγματικότητα όμως το έκανε διότι οι εραστές της Λεόν και Ροντόλφ, δεν την βοήθησαν να αντιμετωπίσει τα χρέη της. Τα χρήματα που της αρνήθηκαν αυτοί οι δύο παλιάνθρωποι έγιναν αιτία απογοήτευσης και την έκαναν να πιστέψει ότι η αγάπη είναι ελλειματική.
Στα ηθικό-θρησκευτικά δράματα του Ντοστογιέφσκι, όπως και στα επικά μυθιστορήματα του Τολστόι, το χρήμα κατέχει σημαντική θέση. Τα χρήματα που κληρονομεί ο Πρίγκιπας Μίσκιν και ο Πιερ Μπεζούχοφ έχουν τη δύναμη να αποφασίσουν για την τύχη αυτών των δύο διάσημων απροσάρμοστων.
Από την άλλη, στο Έγκλημα και Τιμωρία, η διαδρομή του Ρασκόλινικοφ προς τη λύτρωση έχει ως αφετηρία ένα χρηματικό πρόβλημα. «Γιατί τα χρήματα που θα μου χρησίμευαν για να σώσω τη μικρή μου αδελφή από έναν ανάξιο γάμο βρίσκονται συγκεντρωμένα στα χέρια μιας γριάς τοκογλύφου και όχι στα δικά μου;» αναρωτιέται ο ήρωας μας. «Ποιος μου απαγορεύει να σκοτώσω τη γριά τοκογλύφο και να αρπάξω αυτό που, σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, θα έπρεπε να μου ανήκει;».
Ιδού ο προβληματισμός του Ρασκόλνικοφ, συγγενικός με κάποιον ανάλογο δικό μας.
Το αμερικάνικο παράδειγμα είναι ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό. Η συμβολική δύναμη που απέκτησε το χρήμα στις ΗΠΑ είναι πολύ ιδιαίτερη.
Ο Πόε εξηγούσε τη δύναμη του χρήματος στην αμερικάνικη κοινωνία με βάση το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, εφόσον δεν είχαν μια κληρονομική εξ αίματος αριστοκρατία, την καθιέρωσαν με θεμέλιο το δολάριο. Αυτή η οπτική με πείθει απόλυτα εάν συνδυασθεί με ένα χαριτωμένο διήγημα του Μαρκ Τουέιν, Το χαρτονόμισμα του ενός εκατομμυρίου στερλινών: το κείμενο αφηγείται την ιστορία ενός εξαθλιωμένου στον οποίο δύο πλούσιοι χαροκόποι δανείζουν ένα χαρτονόμισμα απίστευτης αξίας, σίγουροι ότι δεν θα μπορέσει να το χρησιμοποιήσει με κανένα τρόπο, διότι κανένας δεν θα θελήσει να του το εξαργυρώσει. Όμως η εγγυημένη πίστωση που παρέχει αυτό το χαρτονόμισμα θα του επιτρέψει να γίνει πλούσιος. Ποτέ δεν κατάλαβα εάν αυτό το διήγημα του Τουέιν ήταν σάτιρα του αμερικανικού συστήματος ή μια ειρωνική απολογία, πάντως εξηγούσε πώς η πίστωση, σε εκείνη την κοινωνία, είχε ακόμα μεγαλύτερη αξία από το ίδιο το χρήμα. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Σαρλ Μποντλέρ, θλιμμένος από την ένδειά του και δηλωμένος εχθρός των ΗΠΑ, είχε γράψει κάποιες δεκαετίες πριν από τον Τουέιν, ότι τα χρήματα είναι άχρηστα, νιώθοντας καταπιεσμένος από τη μισητή καπιταλιστική κοινωνία. Το σημαντικό είναι να μπορείς να έχεις «απεριόριστη πίστωση». Την πρόκληση αυτή εκτίμησε ο Κόμης Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού-Φρεζενάκ —ο διάσημος, εκκεντρικός δανδής του τέλους του αιώνα, πρότυπο έμπνευσης καλλιτεχνών του μεγέθους ενός Υσμάν, Μπολντίνι, Γουίστλερ, Προυστ— ο οποίος συνήθιζε να λέει: «είναι τόσο λυπηρό να μην έχεις χρήματα ώστε το να στερείσαι πράγματα από την έλλειψή τους είναι όντως ανυπόφορο». Ναι, ο Μοντεσκιού ήταν καταχρεωμένος, αλλά ήξερε ότι εάν δεν δανειζόταν από παντού, η παραμυθένια του ζωή θα έχανε το νόημα της. Αυτό προσθέτει άλλο ένα στοιχείο στο θέμα μας. Τα χρήματα έχουν την ικανότητα να μεταμορφώνουν τους ανθρώπους. Περισότερο και από τον έρωτα, του οποίου η παραισθησιογόνα δύναμη ατονεί πολύ γρήγορα.
Σχετικά με αυτό το ζήτημα –όσον αφορά την καταλυτική δύναμη των χρημάτων, που με την πάροδο κάποιων γενεών, αλλάζουν ακόμα και τα σωματικά χαρακτηριστικά μιας οικογένειας, εξευγενίζοντάς τα– είχαν αντικρουόμενες απόψεις οι δύο πρώιμοι πρωταγωνιστές της αποκαλούμενης Lost Generation: ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο πρώτος κατηγορούσε τον δεύτερο ότι είχε εξιδανικεύσει τους πλούσιους. Ναι, τελοσπάντων, για τον Χέμινγουεϊ οι πλούσιοι δεν ήταν εκείνη η Άρεια φυλή, Ολύμπιοι θεοί, που ασχολούνταν με παράξενες τελετουργίες στους κήπους τεράστιων επαύλεων στο Λονγκ Άιλαντ, όπως τους είχε περιγράψει ο Φιτζέραλντ στα μυθιστορήματά του. Οι πλούσιοι για τον Χέμινγουεϊ, ήσαν, απλούστατα, μέτρια άτομα. «Ναι, Σκοτ, η μόνη διαφορά που έχουμε με τους πλούσιους», έλεγε ο Χέμινγουεϊ στον λεπτεπίλεπτο φίλο του, «είναι ότι αυτοί διαθέτουν χρήματα».


Ανθρωπολογία του δολαρίου

Μόνον σ’ αυτό, αλήθεια, διαφέρουν οι πλούσιοι από τους φτωχούς; Στα χρήματα; Τα χρήματα είναι η λυδία λίθος των πάντων; Δεν υπάρχει κάτι άλλο πίσω από το χρήμα; Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Πρέπει όμως συγχρόνως να μελετήσουμε τη δύναμη που έχουν τα χρήματα να διαπλάσουν την προσωπικότητα, κυρίως όσων τα έχουν κληρονομήσει. Ίσως τότε ο Φιτζέραλντ να μην είχε άδικο όταν επεσήμανε ανθρωπολογικές διαφορές ανάμεσα στον ίδιο και τους εκατομμυριούχους του Λονγκ Άιλαντ: κάτι σαν γαλάζιο φράγμα, ανυπέρβλητο γι’ αυτόν, πίσω από το οποίο ζούσαν εκείνα τα παράξενα κομψά εκτοπλάσματα, όμοια με μυθικούς θεούς παρά με ανθρώπους από σάρκα και οστά.
Ανάλογο δράμα είχε ζήσει έναν αιώνα νωρίτερα ένα άλλο πολύ φιλόδοξο παλιόπαιδο: ο Λισιέν ντε Ριμπεμπρέ, ο πρωταγωνιστής των Χαμένων ονείρων του Μπαλζάκ, ο οποίος κατά την ταπεινωτική είσοδο του στην κοινωνία ενός σπινθηροβόλου Παρισιού, είχε ξαφνικά καταπλακωθεί από το βάρος της κοινωνικής και οικονομικής του ανεπάρκειας: «κοιτώντας αυτές τις χαριτωμένες μπαγκατέλες, των οποίων ο Λισιέν δεν υποψιαζόταν καν την ύπαρξη, παρουσιάστηκε μπροστά του ο κόσμος των περιττών αναγκών, και αυτός ανατρίχιασε στη σκέψη του τεράστιου κεφαλαίου που χρειαζόταν για να κατακτήσει την κοινωνική θέση του ωραίου νεαρού!».
Ναι, «ο κόσμος των περιττών αναγκών». Πώς να το πούμε καλύτερα; Ορίστε αυτό που ο Χέμινγουεϊ δεν κατανοούσε και ο Φιτζέραλντ δεν μπορούσε να του εξηγήσει.

Η επιτυχία είναι ρομαντική υπόθεση

Από την άλλη πλευρά, η ζωή θα δικαίωνε τον δεύτερο! Στη δεκαετία του ‘30, όταν το άστρο του σκοτείνιασε από την καταιγίδα της Μεγάλης Ύφεσης και εκείνος έκανε μια απογραφή των νεανικών του επιτυχιών, μπόρεσε τότε να συνειδητοποιήσει πώς η πρώιμη επιτυχία τον είχε ξεγελάσει σχετικά με το ότι η ζωή «είναι ένα ρομαντικό γεγονός». Τώρα, ίσως, θα έπρεπε να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά της επιτυχίας και να σημειώσουμε ότι αυτή η τελευταία συνήθως συνοδεύεται από τα χρήματα, και συγχρόνως σου επιτρέπει να έρθεις σε επαφή με πλουσίους, οι οποίοι θέλουν να περιβάλλονται από άτομα επιτυχημένα όπως και εσύ. Εν κατακλείδι, ο Φιτζέραλντ συνειδητοποιεί τα πάντα: αυτό που ενώνει τους διάσημους με τους πλουσίους στηρίζεται στην άποψη ότι η ζωή μπορεί να είναι μια «ρομαντική ιστορία». Πάνω σε αυτήν την πεποίθηση εδραιώνουν οι πλούσιοι την διαφορετικότητα τους: το ότι έχουν ζήσει από τις πρώτες στιγμές της ζωής τους σε ένα ρομαντικό περιβάλλον. Από αυτό προκύπτει ότι τα χρήματα είναι ο απλούστερος δρόμος για την εγγύηση ενός ρομαντικού μέλλοντος του οποίου ο χειρότερος εχθρός είναι η φτώχεια. Να γιατί τα μυθιστορήματα και τα χρήματα είναι αλληλέγγυα.
Ένα τελευταίο παράδειγμα;
Αναρωτιέμαι τι θα είχε κάνει ο Χανς Κάστορπ (ήρωας του Τόμας Μαν στο Μαγικό Βουνό) για να φέρει σε πέρας την λογοτεχνική περιπέτεια που τόσο μας γοητεύει, εάν κάποιος δεν είχε φροντίσει να πληρώσει την ετήσια δαπάνη στο πολυτελές σανατόριο όπου είχε αυτοπεριορισθεί!

ΑΛΕΣΑΝΤΡΟ ΠΙΠΕΡΝΟ

Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ



Το κείμενο αυτό θα περιλαμβάνεται στο επόμενο (Νο 173-174) τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ. Ο Αλεσάντρο Πιπέρνο γεννήθηκε στη Ρώμη το 1972. Είναι πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Εκτος από μυθιστορήματα έχει γράψει και ένα γνωστό δοκίμιο για τον αντιεβραϊσμό του Μαρσέλ Προυστ .




4 σχόλια:

VARALIS είπε...

Αγαπητέ μου Κώστα
θυμήθηκα μια βιογραφία του Μπαλζάκ που διάβαζα πρόσφατα. Και από αυτή τον αγώνα του για να κερδίσει κάποια περισσότερα χρήματα και όσο αγωνίζονταν τόσο έχανε κι αυτά που είχε.
Το χρήμα που σημαίνει αυτό που χρειάζομαι έχει και μια άλλη λέξη στα ελληνικά τη λέξη νόμισμα. Ιδιαίτερη λέξη για την εποχή μας μια εποχή εικονικής πραγματικότητας. Και οι συγγραφείς εμπίπτουν σε αυτή τη διπλή απάτη που θα έλεγε κι ο Πλάτωνας πάνε να πιάσουνε αυτό που νομίζουν προσπαθώντας να αποκτήσουν νομίσματα.
Και για να αποκτήσουν αυτά χρησιμοποιούν ένα έργο ώς νόμισμα. Οπως καταλαβαίνεις σήμερα και να αποκτήσουν αυτό που ειναι να αποκτήσουν δεν θα το έχουν ποτέ γιατί δεν μπορείς να κατέχεις φαντάσματα.
Να είσαι καλά εσύ και η σελίδα σου.

Babis Dermitzakis είπε...

Μα είναι γνωστό ότι το μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος της αστικής τάξης, της τάξης η οποία έχει ως κύρια απασχόληση την απόκτηση χρημάτων, έτσι δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς πως το χρήμα είναι ένας αφανής πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα. Η περίπτωση του Μπαλζάκ δεν τονίστηκε όσο θα έπρεπε. Διάβασα πρόσφατα τη βιογραφία του από της ΒΗΜΑβιογραφίες. Παραθέτω ένα απόσπασμα. (ο βιογράφος, μιλώντας για τους άλλους μυθιστοριογράφους, σε αντιπαράθεση: «Ο αναγνώστης προσκαλείται να ζήσει με εξουσιοδότηση τις πιο δραματικές και θλιβερές περιπέτειες που δεν πρόκειται να γνωρίσει ποτέ στην ίδια του τη ζωή. Τον κάνουν να ξεχνά την πραγματική ζωή. Πουλάνε όνειρα. Ο Μπαλζάκ δεν παίρνει μέρος σ’ αυτό το κόλπο. Η σύζυγος είναι ωραία, ο σύζυγος ερωτευμένος, εντάξει ως εδώ. Αλλά πόση είναι η προίκα; Ποιο θα είναι το ετήσιο εισόδημά τους; Με τι θα αγοράσουν τον οικιακό εξοπλισμό; Η κυρία θα είναι αρκετά σπάταλη; Ο αρχηγός του σπιτιού θα μπορέσει να τη κουλαντρίσει;» (σελ. 167).

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια, Κώστα, γιατί μπορείς και καταλαβαίνεις ότι σε ένα blog, αν καταφέρουμε να εισαγάγουμε το στοιχείο της δημιουργικής γραφής και όχι να παρακολουθούμε γεγονότα της αγοράς κριτικογραφώντας, έχουμε πετύχει κάτι που προσεγγίζει αρετές του παλιού γραπτού πολιτισμού.

Μου είπαν ότι ετοιμάζεις ποιητικό βιβλίο στον Κέδρο. Περιμένουμε.
Να δεις οπωσδήποτε την ταινία του Χάνεκε, αν δεν την είδες. Ο Λειβαδίτης σας καλός. Έχω κάποιες επιφυλάξεις, ίσως τις συζητήσουμε. Ο Καταλειφός ανθρώπινος και διακριτικός.

Ε.Χαρ.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κ. Μαυρουδή,
θα ήθελα να σας πω ότι διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον την τελευταία ανάρτηση στο blog σας. Θέλω όμως να επισημάνω κάτι που σκέπτομαι διαβάζοντας τα κείμενα αυτά που προέρχονται από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Θα ήταν χρήσιμο, και σωστό γραμματολογικά, να αναφέρονται οι πηγές απ' όπου η Κ. Μουρίκη, ή άλλοι μεταφραστές, βρίσκουν τα κείμενα. Έτσι, εκτός από τα στοιχεία του συγγραφέα γνωρίζουμε και την καταγωγή του κειμένου. Αυτά τα κείμενα που στις σελίδες του περιοδικού σας (είμαι συνδρομήτρια τα τελευταία χρόνια) φιλοξενούνται υπό τον τίτλο ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ έχουν μεγάλη θεματική ποικιλία και υποθέτω ότι πρέπει να προέρχονται από στήλες του ξένου Τύπου. Αυτά, θέλω να πω, θα μπορούσαν να είναι περισσότερα. Συνδέουν τον αναγνώστη με την ευρωπαική πνευματική ζωή. Φιλικά

Ελισάβετ Ζαχαροπούλου